Την επόμενη φορά που θα εκνευριστείτε από την επιμονή που έχει το παιδί να μην τρώει κάποιες τροφές, θυμηθείτε τον εαυτό σας ή του συντρόφου σας.
Σε αντίθεση με ότι είναι κοινώς γνωστό μέχρι σήμερα, μια νέα έρευνα έδειξε ότι για την ιδιοτροπία των παιδιών σε κάποιες τροφές δεν ευθύνεται ο τρόπος που τα μεγαλώνετε αλλά το DNA.
Παιδιά: Σε ποια θρεπτικά συστατικά έχουν έλλειψη, σύμφωνα με παιδιάτρους
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Child Psychology and Psychiatry, μελέτησε τις διατροφικές συνήθειες παιδιών, από την ηλικία των 16 μηνών έως τα 13 τους χρόνια και διαπίστωσαν, ότι οι παραξενιές τους στο φαγητό άλλαξε ελάχιστα μέσα σε αυτά τα χρόνια. Υπήρξε μια μικρή κορύφωση στην επιλεκτικότητα στα επτά τους χρόνια η οποία μειώθηκε ελαφρώς στη συνέχεια.
Όταν όμως εξέτασαν τους παράγοντες της ιδιότροπης διατροφής, το DNA εμφανίστηκε ως ο κυρίαρχος, με τους επιστήμονες να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «στα γονίδια οφείλεται το 60% των ιδιοτροπιών τους όταν είναι 16 μηνώ η οποία φτάνει πάνω από 74% από την ηλικία των 3 έως και 13 ετών.
Μήπως φταίτε εσείς που το παιδί δεν τρώει;
Αυτό σημαίνει, ότι την επόμενη φορά που τα παιδιά σας αρνηθούν να φάνε μια ποικιλία τροφών και επιμένουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορίας, όπως μόνο κρέας ή μόνο ζυμαρικά και παράλληλα αρνόύνται πεισματικά να δοκιμάσουν οτιδήποτε νέο, η αιτία είναι στις δικές σας συνήθειες και το δικό σας DNA παρά στο ότι το παιδί είναι κακομαθημένο και πεισματάρικο.
Η Δρ Zeynep Nas, γενετιστής συμπεριφοράς στο UCL, απενοχοποιεί πολλούς γονείς που πιστεύουν ότι δεν κατάφεραν να μάθουν τα παιδιά τους να τρέφονται σωστά, λέγοντας πως «το τι τρώνε τα παιδιά μας δεν προκύπτει από την ανατροφή τους αλλά από τις γενετικές διαφορές μας».
Άλλοι παράγοντες ωστόσο, που ενισχύουν τις ιδιοτροπίες των παιδιών στο φαγητού «προέρχονται από το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν, όπως το να κάθονται για φαγητό ως οικογένεια, μέχρι τι διατροφικές συνήθειες έχει η οικογένεια και τι τροφές βάζει στο τραπέζι της» υπογραμμίζει.
Η Nas και οι συνάδελφοί της ανέλυσαν δεδομένα από τη μελέτη Gemini στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία συμμετείχαν 2.400 σύνολα διδύμων για να διερευνήσουν πώς η γενετική και το περιβάλλον επηρεάζουν την ανάπτυξη της παιδικής ηλικίας. Ως μέρος της μελέτης, οι γονείς συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών τους στην ηλικία των 16 μηνών, των τριών, πέντε, επτά και 13 ετών.
Τι εξέτασαν οι επιστήμονες
Για να προσδιορίσουν το πόσο η γενετική συνεισφέρει στην ιδιοτροπία στη διατροφή και πόσο οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, οι ερευνητές συνέκριναν τις διατροφικές συνήθειες των πανομοιότυπων διδύμων και των μη πανομοιότυπων διδύμων. Ενώ τα πανομοιότυπα δίδυμα μοιράζονται το 100% των γονιδίων τους, τα μη πανομοιότυπα δίδυμα μοιράζονται μόνο τα μισά.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Journal of Child Psychology and Psychiatry, και διαπίστωσε πώς οι ιδιότροπες διατροφικές συνήθειες ήταν σχεδόν ίδιες μεταξύ των πανομοιότυπων διδύμων παρά των μη πανομοιότυπων διδύμων, απόδειξη ότι το DNA ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τις επιλεκτικές διατροφικές συνήθειες.
Όμως και οι εμπειρίες που μοιράζονταν τα δίδυμα, όπως τα είδη φαγητού που τρώνε στο σπίτι, ήταν σημαντικοί παράγοντες επιλεκτικότητας όταν ήταν νήπια. Μεταξύ των ηλικιών 7-13 ετών, μεμονωμένες εμπειρίες, όπως η ύπαρξη διαφορετικών φίλων, εξήγησαν περίπου το 25% της διακύμανσης των επιπέδων ιδιότροπης διατροφής.
Οι κοινές εμπειρίες, όπως το φαγητό ως οικογένεια, είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στα νήπια, επομένως η προσφορά μεγαλύτερης ποικιλίας σε αυτήν την ηλικία μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Το DNA δεν είναι το πεπρωμένο
Κι ενώ η γενετική είναι ξεκάθαρα καθοριστική στο εάν τα παιδιά θα γίνουν ιδιότροπα με το φαγητό τους, δεν πρέπει να αφήνει τους γονείς να αισθάνονται αποδυναμωμένοι καθώς όπως υπογραμμίζει η Nas: «Η γενετική δεν είναι το πεπρωμένο».
Η Δρ Άλισον Φίλντες, συν-συγγραφέας της μελέτης στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, δήλωσε: «Αν και η ιδιότροπη διατροφή έχει ένα ισχυρό γενετικό συστατικό και μπορεί να επεκταθεί πέρα από την πρώιμη παιδική ηλικία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να διορθωθεί. Οι γονείς μπορούν να συνεχίσουν να επιμένουν ώστε τα παιδιά τους να τρώνε μια μεγάλη ποικιλία τροφών κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, αν και η επιρροή συνομηλίκων και φίλων θα είναι μεγαλύτερη καθώς φτάνουν στην εφηβεία».
Το 2022, ο Δρ Nicola Pirastu στο Human Technopole, ένα ιταλικό ερευνητικό ινστιτούτο, ηγήθηκε μιας μελέτης σχετικά με τη γενετική στις προτιμήσεις των τροφίμων.
Βρήκε ότι η γενετική που επηρεάζει τους υποδοχείς γεύσης και όσφρησης, ήταν λιγότερο σημαντική από τις παραλλαγές στον εγκέφαλο που επηρέαζαν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιδρούσαν σε διαφορετικές γεύσεις. «Αν και η γεύση είναι ο πρώτος μοχλός των διατροφικών επιλογών, οι γενετικές διαφορές είναι πιο πιθανό να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται σε αυτές», αναφέρει.
Η κατανόηση περισσότερων για τη γενετική των διατροφικών επιλογών θα μπορούσε να βοηθήσει τους επιστήμονες να κατανοήσουν, τι οδηγεί ορισμένους ανθρώπους από το να τρώνε υγιεινά. Κι αυτό με τη σειρά του, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για τροποποιημένες υγιεινές τροφές που να είναι πιο ελκυστικές, είπε ο Pirastu.
Φαγητό στο σχολείο: 7 ιδέες για υγιεινά γεύματα που θα αρέσουν στα παιδιά σας
Μια άλλη πιθανότητα, είναι η παρασκευή στο άμεσο μέλλον, μιας νέας γενιάς φαρμάκων που μετατοπίζουν τις προτιμήσεις των ανθρώπων προς πιο υγιεινά τρόφιμα.