Πρόσφατη πολυετής έρευνα έδειξε ότι η βιταμίνη D, σε μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη δόση, μειώνει τα ψυχιατρικά προβλήματα στη σχολική ηλικία.
Οι μελέτες δείχνουν ότι 1 στα 8 παιδιά πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή. Αν και μέχρι τώρα οι ειδικοί έχουν εντοπίσει αρκετούς προγνωστικούς παράγοντες για τα ψυχικά προβλήματα των παιδιών, πολλοί ακόμα μένουν αχαρτογράφητοι. Προηγούμενη έρευνα είχε δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα σε βιταμίνη D στην πρώιμη παιδική ηλικία αυξάνουν τον κίνδυνο προβλημάτων ψυχικής υγείας στη μετέπειτα ζωή των παιδιών.
Η πρόσφατη μελέτη από το University of Tampere στη Φινλανδία, που δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό JAMA Network Open, παρουσιάζει νέες πληροφορίες για τη βιταμίνη D και τη σχέση της με την ψυχική υγεία.
«Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι μια υψηλότερη δόση συμπληρωμάτων βιταμίνης D3 κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ψυχιατρικών συμπτωμάτων στα τέλη της προσχολικής και πρώιμης σχολικής ηλικίας», αναφέρει ο Samuel Sandboge, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο University of Tampere, και επικεφαλής της έρευνας.
Στη μελέτη, που αποτελεί μέρος της κλινικής δοκιμής Vitamin D Intervention in Infants (VIDI), διεξάχθηκε από μια ομάδα Φινλανδών ερευνητών. Οι επιστήμονες διερεύνησαν το εάν ένα καθημερινό συμπλήρωμα με βιταμίνη D 3 σε δόση υψηλότερη από τη συνιστώμενη, στην πρώιμη παιδική ηλικία, μειώνει τον κίνδυνο ψυχιατρικών συμπτωμάτων στη σχολική ηλικία.
Στην έρευνα, τα παιδιά που συμμετείχαν μοιράστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα λάμβανε την ημερήσια τυπική δόση των 10 mg, και η άλλη ομάδα 30 mg βιταμίνη D, τριπλάσια δηλαδή δόση. Τα παιδιά λάμβαναν το συμπλήρωμα καθημερινά, από την ηλικία των 2 εβδομάδων έως των 2 ετών. Οι μικροί συμμετέχοντες έτυχαν παρακολούθησης από τους ειδικούς και στη συνέχεια, μέχρι την ηλικία των 6 έως 8 ετών.
Στην τελευταία φάση παρακολούθησης, οι γονείς 346 παιδιών αξιολόγησαν τα ψυχιατρικά συμπτώματα του παιδιού τους απαντώντας σε ένα ερωτηματολόγιο. Τελικά, διαπιστώθηκε ότι η καθημερινή λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D3 πάνω από την τυπική δόση, μείωσε τον κίνδυνο ψυχικών προβλημάτων στη σχολική ηλικία.
Πιο συγκεκριμένα, όσα από τα παιδιά είχαν λάβει την υψηλότερη δόση παρουσίασαν μικρότερα ποσοστά σε καταθλιπτική διάθεση, άγχος και συμπεριφορά απομόνωσης, σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν λάβει την τυπική δόση βιταμίνης D3.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι γονείς ανέφεραν σημαντικά προβλήματα εσωτερίκευσης στο 11,8% των παιδιών που είχαν λάβει την τυπική δόση ημερήσιου συμπληρώματος βιταμίνης D των 10 mg μέχρι την ηλικία των 2 ετών. Από τα παιδιά που έλαβαν το τριπλό συμπλήρωμα βιταμίνης D, μόνο για το 5,6% αναφέρθηκε ότι είχε παρόμοια προβλήματα.
«Τα αποτελέσματα και οι πιθανές επιπτώσεις τους είναι ενδιαφέροντα, αλλά απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα. Κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων, πρέπει να σημειώσουμε, μεταξύ άλλων, ότι μελετήσαμε τα ψυχιατρικά συμπτώματα μόνο όπως αναφέρθηκαν από τους γονείς.
Επιπλέον, oι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν παιδιά με σκανδιναβική καταγωγή που ζούσαν στη Φινλανδία και είχαν καλά επίπεδα βιταμίνης D», διευκρινίζει ο Samuel Sandboge.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι οι ερευνητές δεν εντόπισαν διαφορές στην εξωτερίκευση προβλημάτων, όπως η επιθετική συμπεριφορά και η παραβίαση κανόνων. Επιπλέον, δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ της συνολικής έκτασης των ψυχιατρικών συμπτωμάτων στα παιδιά.