Οι βενζοδιαζεπίνες έχουν σοβαρές παρενέργειες, ειδικά όταν τερματιστεί απότομα η χρήση τους. Νέα έρευνα δείχνει ότι τα αγχολυτικά συνδέονται και με εγκεφαλικές βλάβες.
Τα αγχολυτικά που περιέχουν βενζοδιαζεπίνες, μια κατηγορία ψυχοτρόπων, συνήθως χορηγούνται σε άτομα που βιώνουν άγχος και χρησιμοποιούνται στη θεραπεία των διαταραχών ύπνου. Αποτελούν μια κατηγορία φαρμάκων με ηρεμιστικές, υπνωτικές, αγχολυτικές, αντισπασμωδικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες.
Για δεκαετίες ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έπαιρναν αγχολυτικά σκευάσματα με βενζοδιαζεπίνες όπως το Xanax, το Valium, το Klonopin, το Hipnosedon, το Stedon, το Lexotanil και το Tavor για να αντιμετωπίσουν διαταραχές άγχους.
Αυτά τα αγχολυτικά είναι αποτελεσματικά στην προσωρινή ανακούφιση από το άγχος, αλλά πρόσφατες μελέτες τα συνδέουν τώρα με πολλές ανησυχητικές παρενέργειες. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Anschutz Medical Campus του Κολοράντο αναφέρουν ότι τόσο η χρήση βενζοδιαζεπινών όσο και η διακοπή της χρήσης αυτών των φαρμάκων συσχετίζονται με επιπτώσεις στο νευρικό σύστημα και στη ζωή.
Οι επιπτώσεις
Αμέτρητοι ασθενείς έχουν λάβει συνταγές από τους γιατρούς και τους ψυχιάτρους τους για την καθημερινή χρήση αυτών των φαρμάκων, για χρόνια ή και δεκαετίες. Όταν όμως, οι ασθενείς θελήσουν να κόψουν τη χρήση τους, έρχονται αντιμέτωποι με σημαντικά συμπτώματα στέρησης, όπως άγχος που συχνά είναι χειρότερο από το αρχικό και μια σειρά από πρόσθετες παρενέργειες όπως η αϋπνία και η κατάθλιψη.
Τα αγχολυτικά έχουν επίσης συνδεθεί εκτενώς με προβλήματα μνήμης και, σε μικρότερο βαθμό, με πλήρη γνωστική έκπτωση. Ίσως το πιο ανησυχητικό από όλα, είναι ότι πολλοί ασθενείς παραπονιούνται ότι εξακολουθούν να μην αισθάνονται εντελώς “φυσιολογικά” μετά τη διακοπή της χρήσης τους.
Τι αναδεικνύει η έρευνα
“Η έρευνα παρουσιάζει σημαντικά νέα στοιχεία, τα οποία αποκαλύπτουν μακροχρόνιες νευρολογικές επιπλοκές σε ασθενείς”, αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο Αλέξις Ρίτβο. Οι ασθενείς αναφέρουν επιπτώσεις από τα αγχολυτικά για πάνω από 60 χρόνια!
Τα συμπτώματα είχαν μεγάλη διάρκεια με το 76,6 % των ασθενών να απαντά ότι ταλαπωρήθηκαν τουλάχιστον από μερικούς μήνες έως περισσότερο από ένα έτος.
Ποια συμπτώματα επιμένουν για περισσότερο από ένα έτος
- μειωμένη ενέργεια,
- δυσκολία συγκέντρωσης,
- απώλεια μνήμης, άγχος,
- αϋπνία,
- ευαισθησία στο φως και τους ήχους,
- πεπτικά προβλήματα,
- μυϊκή αδυναμία και πόνος στο σώμα.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα συμπτώματα αυτά ήταν εντελώς διαφορετικά από τις αρχικές επιδράσεις του άγχους για τα οποία τους είχαν χορηγηθεί αγχολυτικά με βενζοδιαζεπίνες. Επιπλέον, οι περισσότεροι ασθενείς ανέφεραν παρατεταμένες αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή τους σε όλους τους τομείς. Αυτά τα αρνητικά γεγονότα περιλάμβαναν:
- κατεστραμμένες σχέσεις,
- απώλεια εργασίας
- αυξημένες ιατρικές δαπάνες
- αυτοκτονικές τάσεις. Περισσότεροι από τους μισούς (54,4%) ανέφεραν ότι βίωσαν σκέψεις αυτοκτονίας ή απόπειρα αυτοκτονίας.
Η νευρολογική δυσλειτουργία που προκαλείται από τα αγχολυτικά θεωρητικά είναι αποτέλεσμα των αλλαγών που συμβαίνουν στον εγκέφαλο ως απόκριση στα φάρμακα και έχει υπολογιστεί ότι εμφανίζεται σε περίπου έναν στους πέντε μακροχρόνιους χρήστες.
Οι παράγοντες κινδύνου είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται πολύ περισσότερη έρευνα για τον περαιτέρω καθορισμό της κατάστασης και την παραγωγή νέων θεραπευτικών οδών. Παλαιότερες μελέτες έχουν περιγράψει αυτήν τη βλάβη με πολλούς όρους, με τον πιο γνωστό ίσως να είναι η παρατεταμένη στέρηση.
Οι ερευνητές ανέλυσαν ένα σύνολο δεδομένων που είχε αρχικά συλλεχθεί από μια ήδη δημοσιευμένη έρευνα σε νυν και πρώην χρήστες βενζοδιαζεπινών, σχετικά με τα συμπτώματά τους και τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή τους. Η εν λόγω έρευνα, η οποία περιελάμβανε 1.207 χρήστες βενζοδιαζεπινών είναι η μεγαλύτερη του είδους της.
Στους συμμετέχοντες περιλαμβάνονταν όσοι έπαιρναν ενεργά βενζοδιαζεπίνες (63,2%), όσοι βρίσκονταν σε διαδικασία μείωσης (24,4%) ή όσοι είχαν διακόψει πλήρως (11,3%). Σχεδόν όλα τα άτομα που μελετήθηκαν είχαν συνταγή για βενζοδιαζεπίνες (98,6%) και το 91% έπαιρνε τα φάρμακα ως επί το πλείστον σύμφωνα με τη συνταγή.