«Μαθήματα από την πανδημία» είναι ο τίτλος έκθεσης του ECDC και περιλαμβάνει τρόπους καλύτερης διαχείρισης πιθανών μελλοντικών υγειονομικών κρίσεων.
Ο ΠΟΥ σήμανε το τέλος της πανδημίας και έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) με τίτλο «Μαθήματα από την πανδημία» δείχνει ότι χρειάζεται να δοθούν κίνητρα για την προσέλκυση νέων υγειονομικών και βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, για στελέχωση των δομών υγείας με ικανό αριθμό υγειονομικών εκπαιδευμένων και ενημερωμένων στη χρήση νέων συστημάτων, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις παγκόσμιες προκλήσεις για την υγεία.
Οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν τη σημασία της πρόσληψης και εκπαίδευσης υγειονομικών, ώστε να καλυφθούν οι ελλείψεις που παρατηρήθηκαν κατά την πανδημία, κάνοντας λόγο για «ισχυρό, ευέλικτο δυναμικό για τη Δημόσια Υγεία». Σε αυτό το πλαίσιο, το ECDC θα ξεκινήσει το 2024 ένα μεγάλο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τους ειδικούς του ECDC, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες καταγράφηκαν κενά τα οποία προσπάθησαν να καλύψουν με προσλήψεις έκτακτου προσωπικού για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο κοντά στην κάλυψη των κενών και στην ανάπτυξη ενός συστήματος υγείας που θα παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες είναι η Ελλάδα; Δυστυχώς σύμφωνα με εκπροσώπους των νοσοκομειακών γιατρών και των νοσηλευτών ο δρόμος για το σύστημα υγείας της Ελλάδας είναι μακρύς.
Οι ελλείψεις προσωπικού στο ΕΣΥ βρίσκονται στο «κόκκινο» ενώ οι εργαζόμενοι βιώνουν εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας που οδηγούν συχνά σε επαγγελματική εξουθένωση. Κοινή παραδοχή είναι ότι οι εργαζόμενοι στα Δημόσια Νοσοκομεία που σήκωσαν το βάρος της πανδημίας, συνετέλεσαν στο να μείνει όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αυτό είχε αντίκτυπο και στην ψυχική τους υγείας. Αρνητικό είναι το ισοζύγιο μόνιμων προσλήψεων – αποχωρήσεων από το δημόσιο σύστημα υγείας.
Οι καταγεγραμμένες ελλείψεις ανέρχονται σε 6.000 για το ιατρικό προσωπικό και 25.000 νοσηλευτικό και υπόλοιπο προσωπικό.
Την παραπάνω εικόνα επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, καθώς εκτιμάται ότι από το 2010 έως σήμερα έχουν αποχωρήσει από το ΕΣΥ 20.000 γιατροί. Την ίδια εικόνα παρουσιάζει και το ΚΕΠΥ στην έρευνα με τίτλο «Η Εξέλιξη του Υγειονομικού Προσωπικού στα Νοσοκομεία του ΕΣΥ Πριν και κατά τη Διάρκεια της Πανδημίας». Τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης το ΕΣΥ έμεινα κενές περίπου 19.000 θέσεις εργασίας, ενώ 3.137 εκπαιδευμένοι γιατροί μετανάστευσαν για το εξωτερικό. Ειδικότερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας (2019-2022), το ΕΣΥ ενισχύθηκε με μόλις 7.200 εργαζόμενους, εκ των οποιων το 95,5% ήταν επικουρικό προσωπικό με μονοετείς συμβάσεις εργασίας.
Οι ελλείψεις σε αριθμούς
Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όροι νοσηλευτών ανά 1000 κατοίκους. Ειδικότερα:
- Η αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού προς τον πληθυσμό στη χώρα μας είναι 3,3 νοσηλευτές/ 1.000 κατοίκους ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην Ε.Ε. είναι 8,4 νοσηλευτές/ 1.000 κατοίκους και ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ, είναι 9 νοσηλευτές/1.000 κατοίκους.
- Το ποσοστό δυσαρέσκειας των νοσηλευτών από τις συνθήκες εργασίας στη χώρα μας είναι 56% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των Κάτω Χωρών είναι 11%. Επίσης πολλοί, νέοι κυρίως, νοσηλευτές οδηγούνται στη μετανάστευση σε αναζήτηση καλύτερων οικονομικών συνθηκών και όρων διαβίωσης.
- Τέλος, από διαχρονικές ευθύνες έχουμε τα λιγότερα νοσοκομειακά κρεβάτια από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λειτουργούν 3,5 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους (συνολικά 35.000 κλίνες) όταν στις άλλες χώρες της Ευρώπης λειτουργούν 5,3 κλίνες ανά 100.000 κατοίκους.