Για περισσότερα από 100 χρόνια, πιστεύεται ότι η ανεπάρκεια του ηλιακού φωτός και της βιταμίνης D συσχετίζεται με τον κίνδυνο για πολλούς θανατηφόρους καρκίνους, συμπεριλαμβανομένου του παχέος εντέρου, του προστάτη και του μαστού.
Παρόλα αυτά, ορισμένοι επιστήμονες διατηρούν τις αμφιβολίες τους για το εάν αυτό το θρεπτικό συστατικό έχει πράγματι κάποιο όφελος στη μείωση του κινδύνου καρκίνου, της νοσηρότητας και της θνησιμότητας. Αυτός ο σκεπτικισμός ενισχύεται από αρκετές τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές που θέτουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της θρεπτικής ουσίας.
Ωστόσο, σε μια νέα εργασία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA Network Open, ο Michael F. Holick, καθηγητής ιατρικής, φαρμακολογίας, φυσιολογίας και βιοφυσικής και μοριακής ιατρικής στο Chobanian & Avedisian School of Medicine του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, διερευνά τον διάλογο ως προς το εάν η βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D έχει κάποιο όφελος για τη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου καθώς και για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων υποτροπής και θνησιμότητας.
Ο επιστήμονας θεωρεί ότι τα αποτελέσματα της μελέτης υποστηρίζουν το σημαντικό σύνολο σχετικών στοιχείων και κλινικών μελετών που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η βελτίωση των επιπέδων της βιταμίνης D μέσω της λήψης συμπληρωμάτων μπορεί να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων επιβίωσης σε ασθενείς με καρκίνο, ιδιαίτερα σε καρκίνους του πεπτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Παράγοντες που επηρεάζουν την επίδραση της βιταμίνης D στον καρκίνο
«Πλέον αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει μια ποικιλία μεταβλητών που μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο η βιταμίνη D προλαμβάνει και ανταποκρίνεται στον καρκίνο», εξηγεί ο Δρ. Holick και προσθέτει:
«Για παράδειγμα, το να έχετε κανονικό βάρος και να παίρνετε βιταμίνη D βελτιώνει την ικανότητά σας να επιβιώσετε από τον καρκίνο. Άλλοι παράγοντες περιλαμβάνουν τη γενετική σύνθεση του ασθενούς και τον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής χρησιμοποιεί και διασπά τη βιταμίνη D».
Η μελέτη παρέχει περαιτέρω πληροφορίες, όπως ότι το γονίδιο p53 παράγει την πρωτεΐνη p53 για να αποτρέψει τα κύτταρα από το να γίνουν κακοήθη. Ο καρκίνος μεταλλάσσει έξυπνα αυτό το γονίδιο και η μεταλλαγμένη πρωτεΐνη p53 βοηθά τον καρκίνο να αναπτυχθεί και να αποκτήσει ανοσία στη θεραπεία του καρκίνου.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς των οποίων το ανοσοποιητικό σύστημα είναι σε εγρήγορση και παράγει αντισώματα για τον έλεγχο της παραγωγής και απελευθέρωσης αυτής της μεταλλαγμένης πρωτεΐνης p53, είχαν περισσότερες από 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν από τον καρκίνο εάν έπαιρναν επίσης καθημερινά 2000 IU βιταμίνης D3 σε σύγκριση με ασθενείς που είχαν τα αντισώματα αλλά δεν έλαβαν συμπληρώματα βιταμίνης D.
Όσοι ασθενείς δεν παρήγαγαν τα αντισώματα δεν έλαβαν κανένα όφελος επιβίωσης παίρνοντας το συμπλήρωμα βιταμίνης D.
Μελλοντικές κατευθύνσεις στην έρευνα
Ο Δρ. Holick πιστεύει ότι θα άξιζε τον κόπο να διεξαχθεί μια αναδρομική ανάλυση για τα αντισώματα p53 ορού και την ανοσοϊστοχημική παρουσία για p53 σε ιστολογικά δείγματα καρκίνου του μαστού, του προστάτη και άλλων μελετών καρκίνου που δεν βρήκαν κανένα όφελος όταν αξιολόγησαν την πιθανή επίδραση της συμπλήρωσης βιταμίνης D στη βελτίωση της επιβίωσης από τον καρκίνο.
Σύμφωνα με τον ειδικό, το πιο σημαντικό είναι ότι οι μελλοντικές μελέτες που θα αξιολογούν τα συμπληρώματα βιταμίνης D για την πρόληψη και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων του καρκίνου θα πρέπει τώρα να περιλαμβάνουν όχι μόνο πολλές από τις μεταβλητές που αναφέρονται παραπάνω, αλλά και μια μέτρηση για τα αντισώματα p53 στο αίμα και την ανοσοϊστοχημική παρουσία της p53 στα δείγματα καρκινικού ιστού.
Δοσολογία και επιπτώσεις
Ο επιστήμονας τονίζει πως είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι οι περισσότερες από τις μελέτες που έχουν δείξει ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D3 βελτιώνει την επιβίωση από τον καρκίνο, παρείχαν στους ασθενείς τουλάχιστον 2000 IU βιταμίνη D3. Αυτή η ποσότητα βιταμίνης D3 βελτιώνει ουσιαστικά τα επίπεδα βιταμίνης D (συγκέντρωση ορού 25-υδροξυβιταμίνης D) σε συγκέντρωση πάνω από 30 ng/mL. Δεν αναφέρθηκε ότι αυτή η ποσότητα βιταμίνης D3 ότι προκαλεί τοξικότητα.
«Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι για να επιτευχθεί κυκλοφοριακή συγκέντρωση 25(OH)D πάνω από 30 ng/mL απαιτείται πρόσληψη βιταμίνης D τουλάχιστον 2000 IU ημερησίως, ποσότητα που δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διατροφή αλλά απαιτεί συμπληρώματα. Αν και η βιταμίνη D είναι η βιταμίνη του ήλιου, δεν μπορείτε να λάβετε αρκετή βιταμίνη D από την έκθεση στον ήλιο εάν δεν εκθέτετε περισσότερο από το 20% της επιφάνειας του σώματός σας στο ηλιακό φως σχεδόν καθημερινά», κατέληξε ο Δρ. Holick.