Μια διεθνής ομάδα έδειξε ότι η έγχυση ενός τύπου βλαστοκυττάρου στον εγκέφαλο ασθενών που ζουν με προϊούσα πολλαπλή σκλήρυνση είναι ασφαλής, καλά ανεκτή και έχει μακροχρόνια δράση που φαίνεται να προστατεύει τον εγκέφαλο από περαιτέρω βλάβες.
Η μελέτη, με επικεφαλής επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, το Πανεπιστήμιο του Μιλάνου Bicocca και του Νοσοκομείου Casa Sollievo della Sofferenza (Ιταλία), φέρνει ένα βήμα πιο κοντά την ανάπτυξη μιας προηγμένης κυτταρικής θεραπείας για την προϊούσα πολλαπλή σκλήρυνση -ευρύτερα γνωστή ως σκλήρυνση κατά πλάκας.
Τι είναι η πολλαπλή σκλήρυνση
Πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με πολλαπλή σκλήρυνση παγκοσμίως και ενώ υπάρχουν θεραπείες που μπορούν να μειώσουν τη σοβαρότητα και τη συχνότητα των υποτροπών, τα 2/3 των ασθενών εξακολουθούν να μεταβαίνουν σε μια εξουθενωτική δευτερογενή προϊούσα φάση της νόσου μέσα σε 25-30 χρόνια από τη διάγνωση, όπου η αναπηρία αυξάνεται σταθερά προς το χειρότερο.
Στην πολλαπλή σκλήρυνση, το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος επιτίθεται και καταστρέφει τη μυελίνη, το προστατευτικό περίβλημα γύρω από τις νευρικές ίνες, προκαλώντας διαταραχή στα μηνύματα που αποστέλλονται γύρω από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.
Τα βασικά κύτταρα του ανοσοποιητικού που εμπλέκονται σε αυτή τη διαδικασία είναι τα μακροφάγα, τα οποία συνήθως επιτίθενται και απαλλάσσουν το σώμα από ανεπιθύμητους εισβολείς. Ένας συγκεκριμένος τύπος μακροφάγων γνωστός ως μικρογλοιακό κύτταρο βρίσκεται σε όλο τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Σε προοδευτικές μορφές της πολλαπλής σκλήρυνσης, επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλώντας χρόνια φλεγμονή και βλάβη στα νευρικά κύτταρα.
Ελπιδοφόρες επιστημονικές εξελίξεις
Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν αυξήσει τις προσδοκίες ότι οι θεραπείες με βλαστοκύτταρα μπορεί να βοηθήσουν στη βελτίωση αυτής της βλάβης. Αυτές περιλαμβάνουν τη μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, τα «κύρια κύτταρα» του σώματος, τα οποία μπορούν να προγραμματιστούν ώστε να εξελιχθούν σε σχεδόν οποιοδήποτε τύπο κυττάρου μέσα στο σώμα.
Προηγούμενη εργασία από την ομάδα του Cambridge έδειξε σε ποντίκια ότι τα κύτταρα του δέρματος που επαναπρογραμματίστηκαν σε βλαστοκύτταρα του εγκεφάλου και μεταμοσχεύθηκαν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της φλεγμονής και στην αποκατάσταση της βλάβης που προκαλείται από την πολλαπλή σκλήρυνση.
Τώρα, σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cell Stem Cell, οι επιστήμονες ολοκλήρωσαν μια κλινική δοκιμή πρώιμου σταδίου που περιελάμβανε έγχυση νευρικών βλαστοκυττάρων απευθείας στον εγκέφαλο 15 ασθενών με δευτεροπαθή πολλαπλή σκλήρυνση που νοσηλεύονταν σε δύο νοσοκομεία στην Ιταλία.
Πώς διεξήχθη η δοκιμή
Τα βλαστοκύτταρα προήλθαν από κύτταρα που ελήφθησαν από τον ιστό του εγκεφάλου ενός εμβρύου έπειτα από αποβολή. Η ομάδα είχε προηγουμένως δείξει ότι θα ήταν δυνατό να παραχθεί ένας σχεδόν απεριόριστος αριθμός αυτών των βλαστοκυττάρων από έναν μόνο δότη -και στο μέλλον, μπορεί να είναι δυνατή η παραγωγή αυτών των κυττάρων απευθείας από τον ασθενή- βοηθώντας στην αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων που σχετίζονται με τη χρήση δεύτερου εμβρυϊκού ιστού.
Η ομάδα παρακολούθησε τους ασθενείς για 12 μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν παρατήρησαν θανάτους που σχετίζονται με τη θεραπεία ή σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Ενώ παρατηρήθηκαν ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες, όλες ήταν είτε προσωρινές είτε αναστρέψιμες.
Όλοι οι ασθενείς εμφάνισαν υψηλά επίπεδα αναπηρίας στην αρχή της δοκιμής -οι περισσότεροι χρειάζονταν αναπηρικό καροτσάκι, για παράδειγμα- αλλά κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης των 12 μηνών κανένας δεν παρουσίασε αύξηση στην αναπηρία ή επιδείνωση των συμπτωμάτων. Κανένας από τους ασθενείς δεν ανέφερε συμπτώματα που υποδηλώνουν υποτροπή, ούτε η γνωστική τους λειτουργία επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Συνολικά, λένε οι ερευνητές, αυτό δείχνει μια ουσιαστική σταθερότητα της νόσου, χωρίς σημάδια εξέλιξης, αν και τα υψηλά επίπεδα αναπηρίας στην αρχή της δοκιμής καθιστούν δύσκολη την επιβεβαίωση.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν μια υποομάδα ασθενών για αλλαγές στον όγκο του εγκεφαλικού ιστού που σχετίζονται με την εξέλιξη της νόσου. Διαπίστωσαν ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η δόση των εγχυόμενων βλαστοκυττάρων, τόσο μικρότερη ήταν η μείωση αυτού του όγκου του εγκεφάλου με την πάροδο του χρόνου. Εικάζουν ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων μείωσε τη φλεγμονή.
Η ομάδα αναζήτησε επίσης σημάδια ότι τα βλαστοκύτταρα είχαν νευροπροστατευτική δράση -δηλαδή προστατεύουν τα νευρικά κύτταρα από περαιτέρω βλάβη. Η προηγούμενη εργασία τους έδειξε πως η προσαρμογή του μεταβολισμού -ο τρόπος με τον οποίο το σώμα παράγει ενέργεια- μπορεί με τη σειρά του να επαναπρογραμματίσει τα μικρογλοιακά κύτταρα από «κακά» σε «καλά».
Ασφαλής και αποτελεσματική για 12 μήνες η θεραπεία
Σε αυτή τη νέα μελέτη, εξέτασαν πώς αλλάζει ο μεταβολισμός του εγκεφάλου μετά τη θεραπεία. Μέτρησαν τις αλλαγές στο υγρό γύρω από τον εγκέφαλο και στο αίμα με την πάροδο του χρόνου και βρήκαν ορισμένα σημάδια που συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα λιπαρά οξέα.
Αυτά τα σημάδια συνδέθηκαν με το πόσο καλά λειτουργεί η θεραπεία και πώς εξελίσσεται η ασθένεια. Όσο υψηλότερη ήταν η δόση των βλαστοκυττάρων, τόσο μεγαλύτερα ήταν τα επίπεδα λιπαρών οξέων, τα οποία παρέμειναν κατά τη διάρκεια της περιόδου των 12 μηνών.
«Πρέπει απαραίτητα να αναπτύξουμε νέες θεραπείες για τη δευτερογενή προϊούσα πολλαπλή σκλήρυνση και είμαι πολύ ενθουσιασμένος με τα ευρήματά μας, τα οποία είναι ένα βήμα προς την ανάπτυξη μιας κυτταρικής θεραπείας, για τη θεραπεία της νόσου», δήλωσε ο καθηγητής Stefano Pluchino από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, ο οποίος ήταν συνεπικεφαλής της μελέτης, και κατέληξε:
«Αναγνωρίζουμε ότι η μελέτη μας έχει περιορισμούς -ήταν μόνο μια μικρή μελέτη και μπορεί να υπήρχαν συγχυτικές επιδράσεις από τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, για παράδειγμα- αλλά το γεγονός ότι η θεραπεία μας ήταν ασφαλής και ότι τα αποτελέσματά της διήρκεσαν τους 12 μήνες της δοκιμής σημαίνει ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο στάδιο των κλινικών δοκιμών».