Οι συνηθισμένες εξετάσεις αίματος, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επιτάχυνση της διάγνωσης του καρκίνου σε άτομα με πόνο στο στομάχι ή φούσκωμα, αποκαλύπτει μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PLOS ONE.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε 19 συχνές εξετάσεις αίματος, τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα συνδέονταν με υψηλότερο κίνδυνο διάγνωσης καρκίνου εντός ενός έτους.
Οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι εάν αυτά τα αποτελέσματα είχαν ληφθεί υπόψη, θα υπήρχε αύξηση 16% στον αριθμό των ανθρώπων που παραπέμφθηκαν, με μη διαγνωσμένο καρκίνο. Αυτό ισοδυναμούσε με επιπλέον έξι άτομα, από τα 1.000 που είχαν επισκεφθεί τον γιατρό με πόνο στο στομάχι ή φούσκωμα.
Τέτοιες επείγουσες παραπομπές, μπορεί ακόμη και να αυξήσουν την πιθανότητα επιτυχούς θεραπείας, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Η επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας, Δρ Meena Rafiq, του τμήματος συμπεριφορικής επιστήμης και υγείας του University College του Λονδίνου δήλωσε: «Η μελέτη δείχνει, ότι μπορούμε να βελτιώσουμε την ανίχνευση του καρκίνου με εξετάσεις αίματος που είναι ήδη διαθέσιμες και χορηγούνται σε ασθενείς με μη ειδικά συμπτώματα άγνωστης αιτίας».
«Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας αποτελεσματικός και οικονομικός τρόπος για τη βελτίωση της πρώιμης διάγνωσης του καρκίνου και σε ορισμένες περιπτώσεις την αύξηση της πιθανότητα επιτυχούς θεραπείας».
«Οι μισοί ασθενείς με καρκίνο που δεν έχει ακόμη εντοπιστεί, θα πάνε στο γιατρό με ασαφή συμπτώματα που μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστούν. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς, πραγματοποιούν τις κοινές εξετάσεις αίματος, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον εντοπισμό αυτών, που είναι πιο πιθανό να έχουν υποκείμενο καρκίνο και θα πρέπει να παραπεμφθούν κατά προτεραιότητα», πρόσθεσε.
«Αυτή η έρευνα δείχνει ότι αυτές οι συνηθισμένες εξετάσεις αίματος, μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την αξιολόγηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου».
Αυξημένες διαγνώσεις καρκίνου σε άτομα με φούσκωμα ή πόνο στο στομάχι
Τα άτομα που αναφέρουν συμπτώματα φουσκώματος ή στομαχικού πόνου, τείνουν να διενεργούν εξετάσεις αίματος, αλλά δεν είναι γνωστό το κατά πόσο αυτές οι εξετάσεις αίματος, μπορούν να προβλέψουν τον κίνδυνο καρκίνου.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο PLOS Medicine, εξέτασε δεδομένα από περισσότερους από 400.000 ανθρώπους ηλικίας 30 ετών και άνω στο Ηνωμένο Βασίλειο, που είχαν επισκεφθεί έναν γενικό γιατρό λόγω στομαχικού πόνου και περισσότερους από 50.000 που είχαν επισκεφθεί τον γενικό γιατρό λόγω φουσκώματος. Τα δύο τρίτα αυτής της ομάδας, έκαναν εξετάσεις αίματος μετά το ραντεβού τους.
Για τις ανάγκες της μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα δεδομένα ασθενών, που συλλέχθηκαν από ένα δίκτυο Γενικών Ιατρών σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ 2007 και 2016.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, ότι 1 στους 50 (2,2%) των ανθρώπων που πήγαν στο γιατρό αναφέροντας στομαχικούς πόνους, διαγνώστηκε με καρκίνο τους επόμενους 12 μήνες. Το ίδιο ποσοστό (2,2%) των ανθρώπων που ανέφεραν φούσκωμα, διαγνώστηκε επίσης με καρκίνο εντός ενός έτους.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες του Εθνικού Ινστιτούτου για την Υγεία και την Υπηρεσία Φροντίδας, τονίζουν ότι πρέπει να δίνεται επείγουσα παραπομπή, στους ασθενείς των οποίων ο καρκίνος έχει ρίσκο μεγαλύτερο από 3%.
Τα συμπτώματα παραπέμπουν σε αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο
Σύμφωνα με τα ευρήματα της νέας μελέτης, τα άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, που είχαν πάει στον γενικό γιατρό με πόνο στο στομάχι ή φούσκωμα, είχαν αρκετά υψηλό κίνδυνο για να δικαιολογήσουν μία επείγουσα παραπομπή για καρκίνο, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος.
Προς το παρόν, οι ασθενείς άνω των 60 ετών με στομαχικούς πόνους ή φούσκωμα, λαμβάνουν παραπομπή για καρκίνο, μόνο εάν έχουν ένα επιπλέον πιθανό σημάδι καρκίνου όπως η απώλεια βάρους.
Ο κίνδυνος καρκίνου, εκτιμήθηκε στο 3,1% για τους άνδρες 60 ετών που ανέφεραν στομαχικούς πόνους και αυξανόταν στο 8,6%, για τους άνδρες 80 ετών με αυτό το σύμπτωμα. Ο κίνδυνος ήταν 3,1% και αυξανόταν στο 6,1%, για τις γυναίκες σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες.
Μεταξύ των ασθενών ηλικίας 30-59 ετών που ανέφεραν τα συμπτώματα, η ανεπάρκεια σιδήρου και ένας αριθμός μη φυσιολογικών μετρήσεων πρωτεΐνης, καθώς και αύξηση των φλεγμονωδών δεικτών, προέβλεψαν τον κίνδυνο αδιάγνωστου καρκίνου.
Για παράδειγμα, στις γυναίκες ηλικίας 50-59 ετών με κοιλιακό φούσκωμα, ο κίνδυνος καρκίνου πριν την εξέταση αίματος ήταν στο 1,6%, ενώ αυξήθηκε στο 10% σε ασθενείς με αυξημένη φερριτίνη , στο 9% σε ασθενείς με χαμηλή αλβουμίνη, στο 8% στην περίπτωση αυξημένων αιμοπεταλίων, στο 6% σε ασθενείς με αυξημένους δείκτες φλεγμονής και στο 4% σε ασθενείς με αναιμία.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, προς το παρόν μόνο τα αυξημένα αιμοπετάλια και η αναιμία, περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες οδηγίες για παραπομπή για καρκίνο.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι ο καρκίνος του παχέος εντέρου, ακολουθούμενος από τον καρκίνο του προστάτη και του παγκρέατος στους άνδρες, ήταν πιο συχνός για τα άτομα με αυτά τα συμπτώματα. Στις γυναίκες, ο καρκίνος του παχέος εντέρου ακολουθείται από τον καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών.