Συνεχίζεται η αντιπαράθεση του προέδρου του Συνδέσμου Νεφροπαθών και της Διοικήτριας του ΕΟΠΥΥ με εκατέρωθεν ανακοινώσεις.
Με δεύτερη επιστολή του προς τον υπουργό Υγείας ‘Άδωνι Γεωργιάδη ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Νεφροπαθών Γρηγόρης Λεοντόπουλος, απαντάει στην Διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ Θεανώ Καρποδίνη, χαρακτηρίζοντας «θλιβερές» τις αναφορές προς το πρόσωπό του.
Σημειώνει πως δεν είναι «βαλτός» αλλά «αιρετός» στη θέση του προέδρου του Συνδέσμου Νεφροπαθών, και βρίσκονται στη διάθεση του καθενός οι προσωπικοί του τραπεζικοί λογαριασμοί και κάθε έλεγχος στα περιουσιακά του στοιχεία.
Υπενθυμίζεται ότι η «κόντρα» ξεκίνησε» όταν ο κ. Λεοντόπουλος άσκησε έντονη κριτική για την «ανικανότητα» του ΕΟΠΥΥ να ελέγξει τις καταγγελίες ασθενών για καταχρηστικές χρεώσεις από ιδιωτικές κλινικές, που έφτασαν στο Συνήγορο του Πολίτη.
«Κύριε Υπουργέ, έλαβα γνώση των συνεντεύξεων και λοιπών δηλώσεων της Διοικήτριας του ΕΟΠΥΥ, στις οποίες γίνεται αναφορά στο πρόσωπό μου και πραγματικά είναι θλιβερό, ο θεσμικός δημοκρατικός αντίλογος να εκλαμβάνεται ως προσωπική προσβολή. Είναι πλέον εμφανές ότι δείχνουμε το φεγγάρι και η Διοικήτρια βλέπει το δάχτυλο, για θέματα που και εσείς έχετε προσωπική άποψη, γιατί γνωριζόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά και συνεργασθήκαμε, από διαφορετικές θέσεις βέβαια, για την βελτίωση των παρεχόμενων υγειονομικών υπηρεσιών προς όλους τους πολίτες και κυρίως για τους αναπήρους.
Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι πλέον δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για περαιτέρω αλληλογραφία επί του θέματος».
Λεοντόπουλος: Στο χώρο της υγείας είμαι γνωστός, όπως και η Διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ
«Για το θέμα του ιδίου οφέλους: επειδή σε κάποια έγγραφά ή συνεντεύξεις η Διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ αναφέρεται για ίδιον όφελος (δικό μου) έχω να δηλώσω τα εξής:
Καταρχήν στη θέση του μέλους του Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ ήμουν αιρετός και για τους αιρετούς δεν υπάρχει περιορισμός χρόνου εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος (και άλλως όρισε ο νόμος του 2020). Ουδέποτε και σε καμία θέση δεν ήμουν διορισμένος και στις ψηφοφορίες που γινόντουσαν πάντα εκλεγόμουν πρώτος, παρότι ζούμε την εποχή της αποκαλύψεως που και οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Αν δε υπονοείται οικονομικό όφελος, επειδή στο χώρο της υγείας είμαι γνωστός κι εγώ όπως και η Διοικήτρια του ΕΟΠΥΥ, σε Αθήνα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις, δηλώνω ότι ουδέποτε είχα άλλο έσοδο πλην της αναπηρικής μου συντάξεως και κατά το χρόνο της εργασίας μου δεν εργάστηκα ποτέ στο δημόσιο, ούτε σε μία, ούτε σε δύο θέσεις επ’ αμοιβή.
Είναι δε στη διάθεση καθενός που ενδιαφέρεται και το πόθεν έσχες μου, που ανελλιπώς κάνω από 15ετίας και πλέον, όπως επίσης και η φορολογική μου δήλωση, όπου φαίνεται ότι η περιουσία μου είναι μηδενική, μένω στο ενοίκιο, δεν έχω στην ιδιοκτησία μου κανένα αυτοκίνητο, ούτε μεγάλου, ούτε μικρού κυβισμού, ούτε κανείς μου διαθέτει αυτοκίνητο με leasing για να κινούμαι.
Ακόμα και η κίνηση του τραπεζικού μου λογαριασμού μου είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου αρκεί να κάνει και εκείνος το ίδιο».
Η μπάλα στην εξέδρα…
Ο κ. Λεοντόπουλος συνεχίζει στην επιστολή με τα θέματα που απασχολούν τους Νεφροπαθείς. « Όσο για τους ισχυρισμούς της Διοικήτριας του ΕΟΠΥΥ για τους νεφροπαθείς για το τι δικαιούνται, τι έχει συμβεί για τους ανασφάλιστους, για τα οδοιπορικά κ.τ.λ., αυτά είναι γνωστά για τους νεφροπαθείς, οι οποίοι είναι ενημερωμένοι από τους φορείς τους και η Διοικήτρια απλώς πετάει τη μπάλα στην εξέδρα για να μη μιλήσει για τη ταμπακιέρα, που είναι η εκπεφρασμένη θέση της στην επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων της Βουλής για την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, σχετικά με τις καταχρηστικές χρεώσεις των ιδιωτικών κλινικών.
Ουδέν αναφέρεται για τις απαράδεκτες θέσεις της Διοικήτριας ότι ο ΕΟΠΥΥ δεν νομιμοποιείται να κάνει έλεγχο, και για όσα απαξιωτικά ανέφερε για τους ασθενείς, αποκαλώντας τους τουρίστες που τους ελέγχει η τουριστική αστυνομία!
Για αυτά κουβέντα η κα. Καρποδίνη, γιατί άραγε;
Όσο για τις απειλές της, ότι εάν δεν ανακαλέσω θα κινηθεί νομικά εναντίον μου, εγώ τι να πω;
Μένω έκπληκτος και περιμένω την πρόκληση για να πέσει άπλετο φως δημόσια σε όλα τα θέματα διαχρονικά, και αφορούν πρωτίστως τους ασθενείς αλλά και όλους τους κοινωνικούς υγειονομικούς φορείς».