Για τα θέματα υγείας, όπως ο νέος θεσμός των απογευματινών χειρουργείων, αλλά και τα προβλήματα στα νοσοκομεία, μίλησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξη που παραχώρησε το πρωί στον ΑΝΤ1 και την εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα».
Αναφερόμενος, αρχικά, στα απογευματινά χειρουργεία, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως αυτά δεν αφορούν κρίσιμες εγχειρήσεις, αλλά περιπτώσεις στις οποίες παρατηρούνται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.
«Αν έχεις μια επείγουσα εγχείρηση δεν υπάρχει περίπτωση να μην εγχειριστείς. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό (…) Πόσο υποφέρει κανείς που πρέπει να κάνει έναν καταρράκτη; Μιλάμε για συνηθισμένα περιστατικά. Οι άνθρωποι αυτοί ταλαιπωρούνται. Δεν κινδυνεύει η ζωή τους, αλλά ταλαιπωρούνται και δεν γίνεται να περιμένουν 2 και 3 χρόνια για να γίνει μια επέμβαση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, εξηγώντας πως τα απογευματινά χειρουργεία είναι μια απάντηση σε αυτό.
Συνέχισε, μάλιστα, λέγοντας πως μέσα στους επόμενους 2 με 3 μήνες η κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας σκοπεύουν να επαναξιολογήσουν ποιοι τελικά έκαναν χρήση αυτών των χειρουργείων, αλλά και να εκταμιεύσουν ένα ποσό, το οποίο θα μπορέσει να δώσει τη δυνατότητα στο κράτος να χρηματοδοτήσει το ίδιο τα χειρουργεία αυτά.
«Οι γιατροί να πάρουν τα λεφτά, αλλά να μη τα πληρώσει ο ασθενής, αλλά να τα πληρώσει το κράτος άρα να είναι δωρεάν το απογευματινό χειρουργείο για κάποιες κατηγορίες ασθενών. Είναι κάτι το οποίο το εξετάζουμε με το υπουργείο Υγείας, για να μπορούμε εμείς να πληρώνουμε κάποια από τα απογευματινά χειρουργεία», ανέφερε ο πρωθυπουργός.
«Πιστεύω ότι σύντομα θα μπορούμε να πούμε κάτι πιο συγκεκριμένο γι’ αυτό, γιατί ο άλλος σου λέει εγώ δεν έχω λεφτά καθόλου άρα πως με βάζεις εμένα σε αυτή τη δύσκολη θέση να πληρώσω για κάτι. Αλλά ποια είναι η λογική. Ότι αν όντως η λίστα αποσυμφορηθεί από αυτούς που μπορούν να πληρώσουν τότε αυτός που δε μπορεί να πληρώσει θα έρθει πιο νωρίς η σειρά του. Θα πρέπει πάνω στο τρίμηνο να δούμε ποιοι είναι αυτοί που τα χρησιμοποιούν και να κάνουμε τις απαραίτητες παρεμβάσεις», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης.
Επίσης, έθεσε και το ζήτημα των επιπλέον εσόδων για γιατρούς και νοσηλευτές. «Επειδή ο ιδιωτικός τομέας πληρώνει καλύτερα γιατρούς και νοσηλευτές χάνουμε ικανούς γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα, άρα είναι και ένα επιπλέον εισόδημα για τους γιατρούς», σημείωσε.
«Ρίχνουμε λεφτά για να βελτιώσουμε τις υποδομές στα νοσοκομεία»
Ο κ. Μητσοτάκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην κατάσταση που επικρατεί στα νοσοκομεία μετά και τις επισκέψεις του το τελευταίο διάστημα, υπογραμμίζοντας πως η κυβέρνηση ακούει τους πολίτες που καλούν για περισσότερες κινήσεις στον τομέα του ΕΣΥ.
«Πάω σε πολλά νοσοκομεία σε πολλά κέντρα υγείας, γιατί ξέρω πολύ καλά ότι όταν ρωτάμε τους πολίτες για την υγεία, μας λένε πρέπει να κάνετε περισσότερα παρότι πολλοί πολίτες που μας ακούνε αναγνωρίζουν ότι έχουμε εξαιρετικούς γιατρούς, ότι πολλές φορές η περίθαλψη είναι εξαιρετική. Έχουμε ζητήματα με τις υποδομές μας, με τα κτίρια, με τα μηχανήματα, με τους θαλάμους και ρίχνουμε πολλά λεφτά σε αυτή τη κατεύθυνση», τόνισε ο πρωθυπουργός.
Συνέχισε αναφερόμενος στο νοσοκομείο «Άγιος Παύλος», στο οποίο, όπως παραδέχθηκε ο κ. Μητσοτάκης, «δεν είχε μπει ούτε 1 ευρώ εδώ και 20 χρόνια. Μπαίνουν 10,5 εκατομμύρια ευρώ, ολοκαίνουρια τμήματα επειγόντων περιστατικών, καινούριοι θάλαμοι, καινούρια μηχανήματα, ενεργειακή αναβάθμιση. 80 νοσοκομεία και 156 κέντρα υγείας ανακαινίζονται μερικώς ή πλήρως με πόρους μόνο από το ταμείο ανάκαμψης».
Συμπλήρωσε, δε, πως πρέπει να δοθεί έμφαση στα ζητήματα των ειδικοτήτων, καθώς υπάρχει έλλειψη σε γενικούς γιατρούς, παθολόγους, αναισθησιολόγους.
«Αυτά είναι δομικά προβλήματα, δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει κανείς από τη μια στιγμή στην άλλη, κάπου έχουμε περισσότερους γιατρούς, κάπου λιγότερους δεν έχουμε όσους γιατρούς θα θέλαμε στα νησιά μας και σε απομακρυσμένες περιοχές, αλλά δεν υπάρχει ζήτημα ιατρικής κάλυψης στα μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Άλλα είναι τα προβλήματα. Χρειαζόμαστε παραπάνω νοσηλευτές, προσλαμβάνουμε παραπάνω νοσηλευτές», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης και κατέληξε:
«Θα κριθεί το νέο ΕΣΥ το 2027, στο τέλος της τετραετίας δηλαδή. Γιατί η παρέμβαση αυτή λιθαράκι-λιθαράκι ο πολίτης θα αρχίσει να βλέπει την αλλαγή. Δεν θα την δει αμέσως, ούτε υπάρχει κάποια μαγική λύση για να αλλάξει ένα σύστημα που είχε στερηθεί πόρων πολλές δεκαετίες».