O καρκίνος παραμένει παγκοσμίως μία από τις βασικότερες αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας, αντιπροσωπεύοντας 1 στους 6 θανάτους.
Μόνο στην Ευρώπη προβλέπεται μία αύξηση της τάξης του 31% στα νέα περιστατικά καρκίνου μέχρι το 2035, ενώ και στην Ελλάδα το φορτίο της νόσου παραμένει εξαιρετικά βαρύ και αναμένεται να αυξηθεί κατά 27% (vs 20122).
Έτσι, εκτός των συνεπειών σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, οι ογκολογικοί ασθενείς οδηγούνται και σε αυξανόμενες ιδιωτικές δαπάνες υγείας, που ενίοτε είναι καταστροφικές για τα νοικοκυριά και αναδεικνύουν την κοινωνικοοικονομική διάσταση των ανισοτήτων στην ογκολογική φροντίδα.
H ζήτηση αυτών των υπηρεσιών υγείας συχνά μεταφράζεται ως ένα οικονομικό κόστος, αντιμετωπίζοντας τον καρκίνο ως μία δαπάνη υγείας – κυρίως φαρμακευτική.
Ποια είναι όμως η επένδυση που απαιτείται από το κράτος, προκειμένου οι ογκολογικοί ασθενείς στην Ελλάδα να μπορέσουν να απολαύσουν τα οφέλη που προσφέρουν καινοτόμες ογκολογικές θεραπείες;
Στο ερώτημα αυτό έρχεται να απαντήσει η μελέτη με τίτλο «Αποτίμηση του κλινικού και οικονομικού αντίκτυπου των θεραπειών αντι-PD-1/PD-L1 στην ογκολογική φροντίδα υγείας στην Ελλάδα» που βασίστηκε στο μοντέλο ΗΙΡ (Health Impact Projection) και παρουσιάστηκε στο 5ο Ογκολογικό Συνέδριο Κεντρικής Ελλάδας (12-14 Οκτωβρίου 2023, Λάρισα).
Η μελέτη, που «έτρεξε» μεταξύ 40 χωρών παγκοσμίως, περιλαμβανομένης της Ελλάδας, συνέκρινε έναν κόσμο με και έναν κόσμο χωρίς καινοτόμες θεραπείες όπως τα anti-PD-(L)1 τα οποία στη χώρα μας αποζημιώνονται ήδη για σημαντικό αριθμό ογκολογικών ενδείξεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοντέλο ΗΙΡ4 επιχειρεί να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της εισαγωγής αυτών των θεραπειών σε πέντε τύπους καρκίνου (πνεύμονα, μελάνωμα, νεφρό, ουροθήλιο και κεφαλής και τραχήλου), τόσο σε όρους εκβάσεων υγείας, όσο και σε οικονομικούς.
Τι έδειξε η μελέτη
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η χρήση των καινοτόμων θεραπειών, θα μπορούσε να αυξήσει κατά 34% σε πέντε χρόνια (2021-2025) τα κερδισμένα έτη ζωής (life years gained) προσφέροντας, με άλλα λόγια, στους ογκολογικούς ασθενείς στην Ελλάδα την ευκαιρία να ζήσουν όχι μόνο περισσότερο, αλλά και με κατά 40% καλύτερη ποιότητα ζωής, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς υποτροπή της νόσου τους.
Τα οφέλη αυτά μπορούν να καταστούν εμφανή με μία επιπρόσθετη επένδυση της τάξης του 1.2% της συνολικής δαπάνης υγείας.
Παράλληλα, μία παράμετρος που συχνά παραβλέπεται, είναι το κοινωνικό κόστος του καρκίνου, το κόστος της χαμένης παραγωγικότητας, το οποίο αφορά όχι μόνο στους ασθενείς, αλλά και στους φροντιστές τους. Η παρούσα ανάλυση έδειξε ότι με τη χρήση των καινοτόμων αυτών θεραπειών, το Σύστημα Υγείας θα μπορούσε να μειώσει κατά 260 εκατομμύρια ευρώ το έμμεσο κόστος του καρκίνου μέσα σε μια πενταετία.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, αυτό για έναν ασθενή με καρκίνο μεταφράζεται στο ότι μπορεί να παραμείνει ενεργός και παραγωγικός, με αποτέλεσμα η κοινωνία να κερδίζει πίσω περίπου 9 εκατομμύρια ώρες εργασίας το χρόνο.
Τα προαναφερόμενα στοιχεία έρχονται να συμπληρώσουν τα αποτελέσματα μίας άλλης μελέτης που έτρεξε για την Ελλάδα5, η οποία αναλύοντας μία σειρά κριτηρίων (φορτίο της νόσου, δυνατότητα βελτίωσης της υγείας των πασχόντων, άμεσο & έμμεσο κόστος της νόσου, κ.α.) ανέδειξε τα κακοήθη νεοπλάσματα ως τη σημαντικότερη προτεραιότητα για την κατανομή των πόρων υγείας στην Ελλάδα, οι οποίοι θα πρέπει να αφορούν στο σύνολο του συνεχούς της νόσου.
Η μελέτη καταλήγει ότι, «επιβεβαιώνοντας την εμπειρική γνώση, τα αποτελέσματα της ανάλυσης μας δείχνουν ότι η υγεία δεν αποτελεί κόστος, αλλά επένδυση για κάθε σύστημα υγείας, το οποίο μπορεί να “τροφοδοτήσει“ ένα βιώσιμο μέλλον στη διαχείριση της φροντίδας υγείας του καρκίνου στην Ελλάδα».