Το νέο άρθρο της διαΝΕΟσις για την κλιματική αλλαγή στην Αθήνα, παρουσιάζει και σχολιάζει τα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την εξέλιξη της θερμοκρασίας και των καυσώνων στην ελληνική πρωτεύουσα.
Επικαιροποιημένα στοιχεία που αναφέρονται στο θερμικό περιβάλλον της Αθήνας, ως συνέχεια της έκθεσης «Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας», παρουσιάζει η διαΝΕΟσις. Η επικαιροποίηση βασίζεται σε νεότερη μελέτη της συντακτικής ομάδας της έκθεσης από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και του Κωνσταντίνου Καρτάλη, Καθηγητή του ΕΚΠΑ, μέλους της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κλιματική Αλλαγή.
Οι επιστήμονες με τη χρήση πηγών δεδομένων όπως παρατηρήσεις από μετεωρολογικούς σταθμούς επιφανείας, δεδομένα από βάσεις επανα-ανάλυσης, προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων καθώς και την αξιοποίηση αποτελεσμάτων πρόσφατων ερευνητικών έργων, κατάφεραν να καταλήξουν σε σημαντικά συμπεράσματα.
Ιδιαίτερα ευπαθείς στην κλιματική αλλαγή οι πόλεις
Όπως αναφέρουν, οι πόλεις είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στην κλιματική αλλαγή καθώς αυτή προστίθεται στο φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας (ΑΘΝ) επιδεινώνοντας τους κινδύνους λόγω υψηλών θερμοκρασιών ή επεισοδίων καύσωνα.
Ειδικότερα, οι αστικές περιοχές τείνουν να είναι θερμότερες από τις γειτονικές περιοχές υπαίθρου. Αυτό οφείλεται στη χαμηλότερη κάλυψη από βλάστηση, στην ισχυρότερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας -ως απόρροια της γεωμετρικής δομής της πόλης και των ιδιοτήτων των υλικών των επιφανειών- και στις ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας.
Συνολικά, η ΑΘΝ, πιο συγκεκριμένα η ΑΘΝ του αστικού κτηριακού στρώματος, είναι κατά κανόνα ισχυρότερη τις νυχτερινές ώρες, καθώς διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από το βραδύτερο ρυθμό ψύξης των αστικών περιοχών συγκριτικά με την ύπαιθρο.
Από την άλλη πλευρά, η δυσμενέστερη θερμική επιβάρυνση και η υψηλότερη ενεργειακή κατανάλωση στα κτήρια για δροσισμό παρουσιάζεται τις μεσημεριανές ώρες.
Εξέλιξη μέγιστης και ελάχιστης θερμοκρασίας στην Αθήνα από το 1971 έως και το 2020
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν μια συστηματική ανοδική τάση στη θερμοκρασία, η οποία αποδίδεται στην αστικοποίηση και στην κλιματική αλλαγή. Συγκεκριμένα, η διαφορά της μέσης μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας την τελευταία δεκαετία (2011-2020) από την αντίστοιχη για τη δεκαετία 1971-1980 είναι 1,6 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,32 οC ανά δεκαετία, ενώ η διαφορά για τη μέση ελάχιστη θερμοκρασία είναι 1,13 οC που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 0,23 οC ανά δεκαετία.
Θερμά επεισόδια – τάσεις για το διάστημα 1901-2020
Αντίστοιχα αποτελέσματα αυξητικής τάσης έχουν εντοπιστεί και για τις ακραίες τιμές της θερμοκρασίας στην Αθήνα από την ανάλυση των δεδομένων του μετεωρολογικού σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο. Ο παραπάνω σταθμός επιλέχθηκε λόγω της μακροχρόνιας διαθεσιμότητας των δεδομένων (άνω των 100 ετών) και της υψηλής ποιότητας των μετρήσεών του. Για κάθε έτος από το 1901 έως και το 2020 εντοπίστηκαν τα επεισόδια καύσωνα σύμφωνα με τον δείκτη CTX95pct (Perkins & Alexander, 2013) που θεωρεί ως επεισόδιο καύσωνα τρεις ή περισσότερες συνεχόμενες ημέρες για τις οποίες η μέγιστη θερμοκρασία υπερβαίνει το 95ο εκατοστημόριο της τιμής της για την περίοδο αναφοράς (1961-1990).
Σύμφωνα με τα δεδομένα τα τελευταία έτη παρουσιάζεται σαφής αύξηση του πλήθους των επεισοδίων καύσωνα.
Η αύξηση αυτή παρατηρείται για όλες τις στατιστικές παραμέτρους που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των επεισοδίων, αν και σε μικρότερο βαθμό σε ό,τι αφορά στην ένταση των επεισοδίων καύσωνα όπου η αύξηση είναι αμελητέα. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ της τελευταίας εικοσαετίας (2001-2020) και της εικοσαετίας 1971-1990 αναδεικνύει την αυξητική τάση που παρατηρείται στην Αθήνα.