Site icon Όλο Υγεία

Candida auris: Θανατηφόρος μύκητας εξαπλώνεται στα Ελληνικά νοσοκομεία – Πόσοι ασθενείς έχουν μολυνθεί

νοσοκομείο ΠΟΕΔΗΝ

Τι έδειξε ο έλεγχος του ΕΟΔΥ για τον επικίνδυνο μύκητα Candida auris. Σε πόσα νοσοκομεία έχει απομονωθεί και πόσοι ασθενείς έχουν μολυνθεί.

Με αυξανόμενη συχνότητα στο νοσοκομειακό περιβάλλον στην Ελλάδα, φαίνεται να απομονώνεται ο παθογόνος μύκητας Candida auris (C. auris), βάσει της επιτήρησης και εθελοντικής δήλωσης περιστατικών, από το 2019 κι έπειτα, όπου και απομονώθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας. Ο αριθμός των νοσοκομείων όπου καταγράφονται περιστατικά μεγαλώνει συνεχώς, εντός κι εκτός νομού Αττικής.

Προσβάλλονται ασθενείς όλων των ηλικιών ανεξαρτήτως φύλου, και κυρίως βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδοαγγειακών καθετήρων. Το μεγαλύτερο ποσοστό περιστατικών αφορά σε δερματικούς αποικισμούς. Τα παραπάνω αναφέρονται στην έκθεση Επιτήρησης Μικροβιακής Αντοχής, Κατανάλωσης Αντιβιοτικών και Λοιμώξεων που Σχετίζονται με Φροντίδα Υγείας του ΕΟΔΥ.

Η παρατηρούμενη θνητότητα ήταν 28,4% (34,8% για τις διεισδυτικές λοιμώξεις- καντινταιμίες) ποσοστό που συνάδει με τα διεθνή δεδομένα, αναφέρει ο ΕΟΔΥ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, τα απομονωμένα στελέχη παρουσιάζουν υψηλή αντοχή στη φλουκοναζόλη, ενώ η αντοχή στην αμφοτερικίνη Β παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Από τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται στη χώρα μας να κυκλοφορεί μόνο ένας κλάδος, ο φυλογενετικός κλάδος Νότιας Ασίας (South Asian Clade I).

Ο μύκητας Candida auris απομονώθηκε για πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 2009

Ο ζυμομύκητας Candida auris (C. auris) απομονώθηκε πρώτη φορά το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς (auris = αυτί στα λατινικά). Η ικανότητα πρόκλησης διεισδυτικής λοίμωξης αναγνωρίστηκε το 2011, όταν ο μύκητας απομονώθηκε από το αίμα 3 ασθενών με μυκηταιμία στη Ν. Κορέα. Έκτοτε, στελέχη C. auris απομονώθηκαν παγκοσμίως σε σποραδικές λοιμώξεις, νοσοκομειακές επιδημίες ή ως αποικισμός νοσηλευόμενων ασθενών, ιδίως σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).

Η αλληλούχιση του γονιδιώματος των στελεχών C. auris από χώρες της Ανατολικής Ασίας, της Νότιας Ασίας, της Νότιας Αφρικής και της Νότιας Αμερικής δείχνει ότι διακριτοί φυλογενετικοί κλάδοι C. auris εμφανίστηκαν και διασπάρθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές παγκοσμίως . Η C. auris θεωρείται αναδυόμενο παθογόνο για τρεις κύριους λόγους:

  1. Εμφανίζει συχνά αντοχή σε αντιμυκητικά φάρμακα, όπως οι αζόλες ή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητικών, όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διεισδυτικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.
  2. Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει δυσκολίες με τις συνήθεις εργαστηριακές μεθόδους .
  3. Η εσφαλμένη ταυτοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.

Η C. auris προκαλεί όλο και συχνότερα επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης, επομένως, η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική, ώστε να ληφθούν ειδικά μέτρα για την πρόληψη της διασποράς.

Το 2022 κατέληξαν 87 ασθενείς το 2022

Το 2022 καταγράφηκαν 356 περιστατικά C. auris, από 36 δημόσια νοσοκομεία της χώρας, εκ των οποίων 86 (24,2%) αφορούσαν σε διεισδυτική λοίμωξη (καντινταιμία), ενώ 270 (75,8%) σε αποικισμούς δέρματος. Η διάμεση ηλικία των ασθενών ήταν τα 67 έτη,  ενώ το 68,5% των περιστατικών αφορούσαν σε άρρενες ασθενείς. Ο διάμεσος χρόνος νοσηλείας από την εισαγωγή στο νοσοκομείο έως τη διάγνωση της C. auris ήταν 19,5 ημέρες.

Θάνατος καταγράφηκε για 87 (24,4%) περιστατικά, εκ των οποίων 24 (27,6%) αφορούσαν διεισδυτική λοίμωξη. Ο διάμεσος χρόνος νοσηλείας από τη διάγνωση έως την έκβαση του θανάτου ήταν 7 ημέρες, ενώ στην περίπτωση διεισδυτικών λοιμώξεων ήταν αντίστοιχα 9 ημέρες.

Παράγοντες κινδύνου:

Aπό το 2019 έχουν καταγραφεί 429 περιστατικά από 45 νοσοκομεία

Συνολικά, από το Νοέμβριο του 2019 έως και τον Δεκέμβριο του 2022, καταγράφηκαν 429 επιβεβαιωμένα περιστατικά C. auris, από 45 δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία της χώρας, εκ των οποίων 27 (60,0%) εντός του νομού Αττικής. Από το σύνολο των περιστατικών, 115 (26,8%) αφορούσαν σε διεισδυτικές λοιμώξεις, ενώ τα 314 (73,2%) σε αποικισμό ασθενών. Η διάμεση ηλικία των ασθενών ήταν 68,5 έτη, ενώ το 67,4% των περιστατικών ήταν άρρενες.

Στην περίπτωση διεισδυτικών λοιμώξεων, η διάμεση ηλικία των ασθενών ήταν 69 έτη και το 67% των περιστατικών ήταν άρρενες. Ο διάμεσος χρόνος νοσηλείας από την εισαγωγή στο νοσοκομείο έως την διάγνωση της C. auris ήταν 24 ημέρες, ενώ στην περίπτωση διεισδυτικών λοιμώξεων 30 ημέρες. Παράγοντες κινδύνου:

Στην Ελλάδα ο μύκητας C. auris δεν ανήκει στα υποχρεωτικώς επιτηρούμενα παθογόνα

Καθώς ο παθογόνος μύκητας C. auris δεν ανήκει στα υποχρεωτικώς επιτηρούμενα παθογόνα και η δήλωση των περιστατικών παραμένει σε εθελοντική βάση, τα καταγεγραμμένα περιστατικά δεν είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο των χώρων παροχής φροντίδας υγείας στην Ελλάδα, αναφέρει ο ΕΟΔΥ.

Επομένως, προσθέτει, έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενεργητική αναζήτηση κρουσμάτων κυρίως μεταξύ βαρέως πασχόντων, ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα και τους υπάρχοντες παράγοντες κινδύνου. Ο ΕΟΔΥ έχει διαμορφώσει και αναρτήσει στην ιστοσελίδα του οδηγίες σχετικά με τη διάγνωση, πρόληψη και τον έλεγχο της διασποράς στελεχών C. auris στο νοσοκομειακό περιβάλλον.

Οι παράγοντες κινδύνου διεθνώς

Η C. auris έχει την ικανότητα σχηματισμού βιομεμβράνης και κύτταρα αποπτώνται γύρω από τον προσβεβλημένο ασθενή. Τα στελέχη C. auris μπορούν να διασπαρούν σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης μέσω επαφής με μολυσμένες επιφάνειες ή εξοπλισμό ή από άτομο σε άτομο.

Όλο Υγεία

Exit mobile version