Οι κακές καιρικές συνθήκες και οι μικρότερες μέρες του χειμώνα δυσκολεύουν την οδήγηση τη νύχτα, ιδιαίτερα στους πάσχοντες από ορισμένες πολύ συχνές οφθαλμοπάθειες και στους οδηγούς άνω των 50 ετών.
Ακόμα, όμως, και οι οδηγοί με τέλεια όραση μπορεί να δυσκολεύονται να διακρίνουν τις απότομες στροφές και τα εμπόδια, ανάμεσα στις σκούρες σκιές και τα φώτα των οχημάτων που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση.
Η κυριότερη αιτία γι’ αυτό είναι πως τα μάτια των ανθρώπων δεν έχουν αναπτυχθεί για να βλέπουμε καλά στο σκοτάδι. Είμαστε ημερόβια όντα και όχι νυκτόβια. Έως την ανακάλυψη των πρώτων ηλεκτρικών λαμπτήρων, οι άνθρωποι πήγαιναν για ύπνο μόλις νύχτωνε. Έτσι τα μάτια μας δεν εξελίχθηκαν ώστε να λειτουργούν καλά το βράδυ.
Η αλήθεια είναι ότι στο σκοτάδι τα μάτια μας μπορούν να προσαρμοστούν, αλλά έως ενός ορίου. Το “μυστικό” της αλλαγής της οπτικής συμπεριφοράς των οφθαλμών μας σε χαμηλότερες συνθήκες φωτός είναι ότι η κόρη του ματιού διαστέλλεται σημαντικά (μυδρίαση). Η αλλαγή αυτή κάνει το οπτικό σύστημα να “ξεσκεπάζει” πολλά προβλήματα, τα οποία μειώνονται στο πιο έντονο φως επειδή αυτό προκαλεί συστολή στην κόρη του ματιού (μύση) με αποτέλεσμα να καλύπτονται λειτουργικά τα περισσότερα από αυτά.
Υπεύθυνος για την όραση είναι ο αμφιβληστροειδής χιτώνας που βρίσκεται στο οπίσθιο τμήμα των ματιών. Διαθέτει ραβδία και κωνία, δηλαδή εξειδικευμένα κύτταρα-υποδοχείς του φωτός, που μας επιτρέπουν να βλέπουμε ό,τι υπάρχει γύρω μας από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου.
Η προσαρμοστική ικανότητα των ματιών δεν είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αλλά φθίνει με την ηλικία. «Τα μάτια των παιδιών προσαρμόζονται στο σκοτάδι πολύ καλύτερα απ’ ό,τι των ενηλίκων. Η διαφορά γίνεται ακόμα εντονότερη μετά την ηλικία των 30 ετών, όταν η προσαρμοστική ικανότητα των ματιών στο σκοτάδι αρχίζει να μειώνεται.
Αν μάλιστα κάποιος δεν έχει τέλεια όραση (όπως συμβαίνει με το ένα τέταρτο των κατοίκων του πλανήτη, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας), τα μάτια μπορεί να δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να προσαρμοστούν στο σκοτάδι.
Υπάρχουν διάφορες οφθαλμικές παθήσεις και διαταραχές που μειώνουν τη νυχτερινή όραση. Μερικές από τις πιο συχνές είναι ο καταρράκτης, η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας και η ξηροφθαλμία.
Ο καταρράκτης θολώνει τον φυσιολογικό φακό του ματιού. Το βράδυ οι πάσχοντες μπορεί να βλέπουν μία λάμψη, όταν το φως χτυπά τον οφθαλμικό φακό και διαχέεται. Λάμψη μπορεί να βλέπουν και οι πάσχοντες από ξηροφθαλμία, με επακόλουθο να μην βλέπουν καλά όταν οδηγούν το βράδυ.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η ανάπτυξη του καταρράκτη εξελίσσεται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου και για πολλά έτη δεν γίνεται αντιληπτή. Το σύγχρονο οφθαλμικό ιατρείο έχει διαγνωστική τεχνολογία που μπορεί εύκολα και αξιόπιστα να την τεκμηριώσει: καταγράφοντας το πάχος του φυσικού φακού που «γίνεται» καταρράκτης και μετρώντας τη μείωση της όρασης στην λάμψη (glare) του φωτός.
Η μείωση αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη δυσκολία στη νυχτερινή οδήγηση, μαζί με την ελάττωση της ικανότητας να διακρίνουμε φωτεινές αντιθέσεις (contrast sensitivity) και την αύξηση της διάχυσης του φωτός (scatter).
Αντίστοιχα, η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς προκαλεί δυσλειτουργία στα κωνία του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Τα κύτταρα αυτά ξεχωρίζουν χρώματα και λεπτομέρειες στα είδωλα όπου εστιάζουμε. Η δυσλειτουργία των κωνίων μειώνει την κεντρική όραση, γεγονός το οποίο το βράδυ μειώνει την αντίληψη του βάθους, την αναγνώριση των χρωμάτων και την περιφερειακή αντίληψη. Αυτό σημαίνει πως οι πάσχοντες οδηγοί μπορεί να δυσκολεύονται να υπολογίσουν με ακρίβεια πόσο μακριά βρίσκονται από άλλα οχήματα ή να αντιληφθούν ότι κάποιος βαδίζει στην άκρη του δρόμου.
Την βραδινή όραση μπορεί επίσης να επιδεινώσουν η χρήση φαρμάκων για τη στυτική δυσλειτουργία (αλλοιώνουν την ποιότητά της και την ευκρίνεια), αλλά και ο σακχαρώδης διαβήτης όταν τα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα κάνουν απότομες εναλλαγές (απότομες αυξήσεις και απότομες μειώσεις). Σε τέτοια περίπτωση, οι διαβητικοί ασθενείς μπορεί να έχουν αισθητή θόλωση και μείωση της όρασης στο σκοτάδι.
Ανεξαρτήτως υποκείμενου ιστορικού, πάντως, πολλοί οδηγοί δεν αισθάνονται άνετα όταν οδηγούν τη νύχτα. Πριν από λίγα χρόνια, έρευνα στη Βρετανία είχε δείξει ότι ένας στους τρεις οδηγούς αποφεύγουν εντελώς να οδηγούν το βράδυ, επειδή δεν βλέπουν καλά. Περισσότεροι από τους μισούς, εξάλλου, δυσκολεύονται να δουν καθαρά όταν πέφτει το σκοτάδι και κάθονται στο τιμόνι του αυτοκινήτου τους.
Στο 25% των περιπτώσεων είπαν ότι δυσκολεύονται να εστιάσουν την προσοχή τους στον δρόμο. Το 43% είπαν ότι βλέπουν θολά κατά τη νυχτερινή οδήγηση και τα σχεδόν τρία τέταρτα (το 73%) ότι ενοχλεί τα μάτια τους η λάμψη από τα διερχόμενα οχήματα.
Πολύ ενοχλητικά για τα μάτια είναι επίσης τα «φωτοστέφανα» (άλως) και οι αντανακλάσεις από τα φώτα στους δρόμους και τους προβολείς. Συχνή αιτία γι’ αυτό είναι τα βρώμικα παράθυρα των αυτοκινήτων, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό τους, εξηγεί ο δρ Κανελλόπουλος. Ρόλο παίζουν και τα φθαρμένα μάκτρα των υαλοκαθαριστήρων, αλλά και τα γρατζουνισμένα ή βρώμικα διορθωτικά γυαλιά των οδηγών. Όλ’ αυτά πρέπει να είναι πεντακάθαρα για να βλέπετε καλά κατά τη νυχτερινή οδήγηση. Το ίδιο και τα φώτα του αυτοκινήτου σας.
Πολύ σημαντικό επίσης όταν οδηγείτε τη νύχτα είναι να φοράτε ένα ζευγάρι γυαλιά ή φακούς επαφής με τους σωστούς (και όχι απαρχαιωμένους) βαθμούς διόρθωσης. Όπως προαναφέρθηκε, ο χαμηλός φωτισμός το βράδυ προκαλεί διαστολή της κόρης του ματιού, γεγονός που μπορεί να εντείνει κάθε πρόβλημα εστίασης όσο ήπιο και αν είναι, προκαλώντας θολή όραση.
Περισσότερο από το 90% των πληροφοριών που χρησιμοποιούν οι οδηγοί είναι οπτικές. Επομένως η όραση πρέπει να βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση όταν οδηγούν τη νύχτα. Οι περισσότεροι άνθρωποι ηλικίας άνω των 45 ετών χρειάζονται κάποια διόρθωση της όρασής τους, για να εστιάζει τέλεια το φως στα μάτια τους. Αυτό προϋποθέτει ότι θα ελέγχουν συχνά την όρασή τους (τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια, εκτός κι αν πρέπει συχνότερα για ιατρικούς λόγους) και θα κάνουν την απαιτούμενη θεραπεία για κάθε πρόβλημα όρασης που τυχόν έχουν.
Να θυμάστε, τέλος, ότι πολλές από τις σημαντικές αλλαγές που υφίσταται η όραση με την ηλικία, αναπτύσσονται σταδιακά και περνούν απαρατήρητες από τους πάσχοντες για μεγάλα χρονικά διαστήματα.