Νευροεπιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Catholic University, το Rome Campus και την Πολυκλινική A. Gemelli IRCCS ανακάλυψαν ότι η εντατική άσκηση θα μπορούσε να επιβραδύνει την πορεία της νόσου Πάρκινσον.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science Advances, εντόπισε έναν νέο μηχανισμό υπεύθυνο για τις θετικές επιπτώσεις της άσκησης στην πλαστικότητα του εγκεφάλου και το εύρημα αυτό θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για νέες προσεγγίσεις χωρίς φάρμακα.
Ο συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Νευρολογίας στο Catholic University και διευθυντής του UOC Neurology στην Πανεπιστημιακή Πολυκλινική A. Gemelli IRCCS Paolo Calabresi, δήλωσε: «Ανακαλύψαμε έναν μηχανισμό που δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ, μέσω του οποίου η άσκηση που εκτελείται στα πρώιμα στάδια της ασθένειας προκαλεί ευεργετικά αποτελέσματα στον έλεγχο της κίνησης που μπορεί να διαρκέσει με την πάροδο του χρόνου ακόμα και μετά την διακοπή της προπόνησης».
Ο μηχανισμός, που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στην έρευνα, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων χωρίς φάρμακα για τους ασθενείς με νόσο Πάρκσινον πρώιμου σταδίου.
«Στο μέλλον, θα είναι δυνατό να εντοπιστούν νέοι θεραπευτικοί στόχοι και λειτουργικοί δείκτες που θα ληφθούν υπόψη για την ανάπτυξη μη φαρμακευτικών θεραπειών που θα υιοθετηθούν σε συνδυασμό με τις τρέχουσες φαρμακευτικές θεραπείες για τη νόσο Πάρκινσον», πρόσθεσε ο ειδικός.
Πώς η έντονη άσκηση βοηθά ασθενείς με νόσο Πάρκινσον
Προηγούμενη εργασία έχει δείξει ότι η εντατική σωματική δραστηριότητα σχετίζεται με αυξημένη παραγωγή ενός κρίσιμου αυξητικού παράγοντα, του νευροτροφικού παράγοντα που προέρχεται από τον εγκέφαλο (BDNF).
Οι ερευνητές μπόρεσαν να αναπαράγουν αυτό το φαινόμενο ως απάντηση σε ένα πρωτόκολλο προπόνησης σε διάδρομο γυμναστηρίου για τέσσερις εβδομάδες σε ένα ζωικό μοντέλο με νόσο Πάρκινσον πρώιμου σταδίου και να δείξουν, για πρώτη φορά, πώς αυτός ο νευροτροφικός παράγοντας καθορίζει τα ευεργετικά αποτελέσματα της φυσικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο.
Η μελέτη, της οποίας οι κορυφαίοι συγγραφείς είναι οι Δρ. Gioia Marino και Federica Campanelli, ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Catholic University της Ρώμης, παρέχει υποστήριξη σε πειραματικό επίπεδο στο νευροπροστατευτικό αποτέλεσμα της άσκησης χρησιμοποιώντας μια διεπιστημονική προσέγγιση με διαφορετικές τεχνικές για τη μέτρηση των βελτιώσεων στη νευρωνική επιβίωση, την πλαστικότητα του εγκεφάλου, τον κινητικό έλεγχο και την οπτικοχωρική γνωστική λειτουργία.
Το κύριο αποτέλεσμα που παρατηρείται ως απάντηση στις καθημερινές προπονήσεις σε διάδρομο είναι η μείωση της εξάπλωσης των παθολογικών συσσωματωμάτων α-συνουκλεΐνης, η οποία στη νόσο Πάρκινσον οδηγεί στη σταδιακή και προοδευτική δυσλειτουργία των νευρώνων σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, που είναι σημαντικές για τον κινητικό έλεγχο.
Η νευροπροστατευτική επίδραση της φυσικής δραστηριότητας σχετίζεται με την επιβίωση των νευρώνων που απελευθερώνουν τον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη και με την επακόλουθη ικανότητα των ραβδωτών νευρώνων να εκφράζουν μια μορφή της εξαρτώμενης από τη ντοπαμίνη πλαστικότητας, πτυχές που, σε γενικές γραμμές, βλάπτονται από τη νόσο.
Ως αποτέλεσμα, ο κινητικός έλεγχος και η οπτικοχωρική μάθηση, που εξαρτώνται από τον μέλανα ραβδωτό ιστό, διατηρήθηκαν σε ζώα που έκαναν εντατική άσκηση για τη μελέτη.
Οι θετικές επιδράσεις της άσκησης παραμένουν και μετά την ολοκλήρωσή της
Οι νευροεπιστήμονες ανακάλυψαν επίσης ότι το BDNF, του οποίου τα επίπεδα αυξάνονται με την άσκηση, αλληλεπιδρά με τον υποδοχέα NMDA για το γλουταμινικό οξύ, επιτρέποντας στους νευρώνες στον ραβδωτό ιστό να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στα ερεθίσματα, με αποτελέσματα που παραμένουν και μετά την άσκηση.
«Η ερευνητική μας ομάδα συμμετέχει σε μια κλινική δοκιμή για να ελέγξει εάν η εντατική άσκηση μπορεί να εντοπίσει νέους δείκτες για την παρακολούθηση της επιβράδυνσης της εξέλιξης της νόσου Πάρκινσον σε ασθενείς πρώιμου σταδίου και το προφίλ της εξέλιξης της νόσου», ανέφερε ο καθηγητής Paolo Calabresi και κατέληξε:
«Καθώς η νόσος Πάρκινσον χαρακτηρίζεται από σημαντικά νευροφλεγμονώδη και νευροάνοσα συστατικά, τα οποία παίζουν βασικό ρόλο στα πρώιμα στάδια της νόσου, η έρευνα θα συνεχίσει να διερευνά τη συμμετοχή των νευρογλοιακών κυττάρων, εξαιρετικά εξειδικευμένων ομάδων κυττάρων που παρέχουν φυσική και χημική υποστήριξη στους νευρώνες και το περιβάλλον τους. Αυτό θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε μοριακούς και κυτταρικούς μηχανισμούς που βρίσκονται πίσω από τις παρατηρούμενες ευεργετικές επιδράσεις»,