Η «κακή» χοληστερόλη δεν είναι ο μόνος ένοχος που συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, σύμφωνα με μια τριάδα πρόσφατων μελετών του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα -συμπεριλαμβανομένης παγκόσμιας έρευνας ορόσημο- που δείχνουν ότι ένα διαφορετικό είδος χοληστερόλης είναι επίσης ένας ισχυρός παράγοντας κινδύνου για τους ανθρώπους παγκοσμίως. O Παναγιώτης Γ. Χαλβατσιώτης, ιατρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας, σχολιάζει στο oloygeia.gr τα ευρήματα της μελέτης.
«Οι επιστημονικές εταιρείες σε όλο το κόσμο εκδίδουν συστάσεις για την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων, που στις ανεπτυγμένες χώρες αποτελούν και την κύρια αιτία θανάτου του γενικού πληθυσμού. Οι οδηγίες σε μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με τη διόρθωση της δυσλιπιδαιμίας που κυρίαρχα εκφράζεται με την μείωση των επιπέδων της κακής LDL (Low Density Lipoprotein) μια σύσταση που τα τελευταία χρόνια μάλιστα δραματικά αυστηροποιείται χωρίς όμως να καλύπτει τους στόχους. Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που κάποιοι συνάνθρωποί μας έχουν τα επίπεδα της κακής τους LDL χοληστερίνης εντός «φυσιολογικών» ορίων πεθαίνουν από έμφραγμα του μυοκαρδίου.», αναφέρει ο Παναγιώτης Χαλβατσιώτης στο oloygeia.gr.
Ο διαφορετικός τύπος χοληστερόλης που απειλεί την καρδιά
«Το λίπος που εισέρχεται στον οργανισμό μας με την τροφή για να μπορέσει να «ταξιδέψει» μέσα στο υδάτινο περιβάλλον της αιματικής κυκλοφορία αφού δεν είναι υδατοδιαλυτό θα πρέπει να ενσωματωθεί με πρωτεϊνες που ονομάζονται λιποπρωτείνες που εξυπηρετούν την μεταφορά του.
Στη συνέχεια οργανώνονται σε σχηματισμούς και οδηγούνται στο ήπαρ για να υποστούν τις απαραίτητες επεξεργασίες. Οι λιποπρωτείνες διακρίνονται με βάση την χημική τους δομή ανάλογα με την πυκνότητά τους σε χαμηλής (η κακή που προαναφέραμε) μέχρι την υψηλής πυκνότητας που συνήθως επονομάζεται ως καλή αφού καθαρίζει τα αγγεία από την κακή. Υπάρχουν όμως και κλάσματα με πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτείνη (Very Low Density Lipoprotein) και τα χυλομικρά που και τα 2 μαζί χαρακτηρίζονται ως υπολειπόμενη χοληστερίνη (Residual Cholesterol).» εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής.
«Σύμφωνα με τα αποτελέσματα από τη μεγαλύτερη από τις τρεις μελέτες, η RC χοληστερίνη φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία στην ανάπτυξη της αθηρωματικής νόσου των αγγείων και πρακτικά σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και εμφράγματος. Επομένως δεν αρκεί να καταφέρουμε να μειώσουμε την κακή χοληστερίνη αν παράλληλα δεν λάβουμε υπόψη μας και αυτό το κλάσμα της χοληστερίνης.»
Τι είναι η υπολειπόμενη χοληστερίνη (Residual Cholesterol);
Η υπολειπόμενη χοληστερίνη RC παράγεται από το μεταβολισμό των τριγλυκεριδίων, που προέρχονται από πηγές διατροφικού λίπους και από τις αποθήκες σωματιδίων χοληστερόλης του ίδιου του σώματος.
Χρησιμοποιώντας γονιδιωματικά δεδομένα από ένα συνδυασμένο δείγμα σχεδόν ενός εκατομμυρίου συμμετεχόντων – σε Αφρική, Ασία, Βόρεια Αμερική και Ευρώπη – τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Arteriosclerosis, Thrombosis, and Vascular Biology, είναι τα πρώτα που δείχνουν, σε τόσο μεγάλη κλίμακα, μια αιτιολογική σχέση μεταξύ υψηλής RC και κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου.
«Αυτό μας λέει ότι ο κίνδυνος για την υγεία που δημιουργείται από την υψηλή RC προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία από την παραδοσιακή χοληστερόλη LDL που είναι ο τρέχων στόχος μας για πρόληψη και θεραπεία», λέει ο Paolo Raggi, ανώτερος συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρα, Faculty of Medicine & Dentistry.
Τα ευρήματα των μελετών
Δύο μελέτες, που βασίστηκαν σε δεδομένα της Αλμπέρτα, είναι επίσης οι πρώτες που επιβεβαιώνουν τη σχέση, και υπογραμμίζουν τον κίνδυνο, καρδιακής νόσου και υψηλού RC για τον καναδικό πληθυσμό.
Τα υψηλά επίπεδα RC συνδέθηκαν με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής νόσου, σύμφωνα με μία από τις μελέτες, που δημοσιεύθηκαν στο CMAJ Open, στις οποίες συμμετείχαν 14.000 μεσήλικες και ηλικιωμένοι.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αύξηση της RC οδηγούσε σε 1,5 φορές υψηλότερο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, 1,6 φορές υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής προσβολής και 1,2 φορές υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού.
Επιπλέον, τα επίπεδα της RC ήταν υψηλά, ανεξάρτητα από το αν οι άνθρωποι έπαιρναν ήδη φαρμακευτική αγωγή ή είχαν φυσιολογικά ή χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL-C), κοινώς γνωστή ως «κακή» χοληστερόλη, έδειξε η έρευνα.
«Η χοληστερίνη RC ενδέχεται να είναι το κλειδί για την κατανόηση της πλήρους εικόνας του καρδιαγγειακού κινδύνου και γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν κακή υγεία της καρδιάς παρά την επίτευξη των κατάλληλων επιπέδων LDL», λέει ο Spencer Proctor, καθηγητής στο Division of Human Nutrition και ένας από τους επικεφαλής συγγραφείς του έργου.
«Για πρώτη φορά, δείχνουμε ότι ένας από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου θα μπορούσε να είναι η RC».
Επειδή ο ιατρικός έλεγχος για RC είναι λιγότερο συνηθισμένος από ότι η LDL-C, σημαίνει ότι ο πρόσθετος κίνδυνος για τα άτομα που είναι ήδη επιρρεπή σε μελλοντικές καρδιακές προσβολές θα ήταν άγνωστος και θα μπορούσε να τους επιβαρύνει. Εάν για παράδειγμα η χοληστερόλη LDL είναι ο μόνος τύπος που μετράται και το επίπεδο διαπιστωθεί ότι είναι αρκετά χαμηλό -ίσως επειδή ελέγχεται με φαρμακευτική αγωγή- μπορεί να φαίνεται ότι ο κίνδυνος ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου είναι χαμηλότερος. Αλλά αυτή είναι μια ελλιπής διαγνωστική εικόνα, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει αξιολόγηση για RC.
Παρόμοια ευρήματα για άτομα με διαβήτη
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Diabetic Medicine έδειξε παρόμοια αποτελέσματα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε σύγκριση με εκείνους χωρίς τη νόσο, τα άτομα με διαβήτη είχαν 22% υψηλότερα επίπεδα RC, σχεδόν 5% μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων και 50% περισσότερες πιθανότητες να έχουν άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η παχυσαρκία. Είχαν επίσης 30% περισσότερες πιθανότητες να λαμβάνουν φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης και κατά συνέπεια είχαν 23% χαμηλότερα επίπεδα LDL-C.
Τα ευρήματα είναι ζωτικής σημασίας δεδομένου ότι ο διαβήτης ήδη αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.
Αναγνώριση ενός δείκτη που παραβλέπεται
Συλλογικά, οι μελέτες επιβεβαιώνουν τη χοληστερίνη RC ως παράγοντα που δεν μπορεί να αγνοηθεί κατά την αξιολόγηση ασθενών που διατρέχουν κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
“Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη να συμπεριλάβουμε σταθερά την RC μαζί με τις μετρήσεις της LDL-C. Λαμβάνοντας τη μέτρηση της RC, μπορεί να προβλεφτεί με ακρίβεια εάν κάποιος θα υποστεί καρδιακή προσβολή. Εάν μπορέσουμε να το εντοπίσουμε έγκαιρα, θα χορηγηθεί σωστή φαρμακευτική αγωγή, αλλαγές στον τρόπο ζωής και στη διατροφή» λένε οι ερευνητές.
Τα ευρήματα θα πρέπει να οδηγήσουν σε αναθεώρηση των τρεχουσών παγκόσμιων κατευθυντήριων γραμμών για επαγγελματίες υγείας ώστε να συμπεριλάβουν την υπολειπόμενη χοληστερίνη RC ως παράμετρο λιπιδίων που θα πρέπει να μετράται τακτικά.
«Η ιατρική κοινότητα παγκοσμίως πρέπει να αναγνωρίσει την υπολειπόμενη χοληστερόλη ως σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει την καρδιαγγειακή υγεία του πληθυσμού» καταλήγουν οι ερευνητές.
«Η μελέτη που διερεύνησε το γενετικό υλικό περίπου 1.000.000 εθελοντών έδειξε ότι υπάρχει γενετική συσχέτιση μεταξύ των γονιδιακών θέσεων στο DNA μας που ελέγχουν τον μεταβολισμό των της RC με την αθηρωμάτωση των αγγείων που κλινικά θα εκφραστεί με έμφραγμα του μυοκαρδίου.» αναφέρει ο κ. Χαλβατσιώτης και καταλήγει: «Μένουν λοιπόν να μάθουμε πολλά ακόμα για το μυστήριο της ζωής και οι σύγχρονες τεχνικές της μοριακής βιολογίας πρωτοστατούν. Το δεδομένο είναι ότι μέχρι στιγμής όμως δεν αμφισβητούνται οι μέχρι τώρα καθιερωμένες συστάσεις και οδηγίες πρόληψης.»