Φως στα αίτια της κώφωσης που είχε εμφανίσει ο Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν στο αποκορύφωμα της καριέρας του, προσπάθησαν να δώσουν οι επιστήμονες. Έπειτα από μελέτες πολλών ετών, εντόπισαν στα μαλλιά του τεράστιες ποσότητες μολύβδου, λέγοντας χαρακτηριστικά πως είναι οι υψηλότερες τιμές που έχουν δει ποτέ!
Ο Μπετόβεν που είναι μία από τις κορυφαίες μορφές της κλασικής μουσικής άρχισε να βασανίζεται από τα συμπτώματα της κώφωσης από το 1796, με τεράστιο κόστος στην ψυχολογία του καθώς έχανε την πλέον απαραίτητη αίσθηση για το επάγγελμά του.
Το 1811 έπαψε τελικά να δίνει συναυλίες αφού η ακοή του δεν τον βοηθούσε, ενώ έχασε τελείως την ακοή του το 1814. Έκτοτε ο κορυφαίος Μπετόβεν επικοινωνούσε με τους φίλους τους γραπτώς. Του έγραφαν αυτό που ήθελαν να του πουν και στη συνέχεια ο συνθέτης απαντούσε είτε προφορικά είτε γραπτά.
Η κώφωση του Μπετόβεν απασχόλησε από τότε μέχρι σήμερα τους επιστήμονες.
Τι έδειξε η τελευταία ανάλυση των μαλλιών του Μπετόβεν
Η τελευταία ανάλυση των μαλλιών του Μπετόβεν έγινε μάλιστα πριν από ένα χρόνο. Οι επιστήμονες που έκαναν την τελευταία ανάλυση, με επιστολή τους στο Clinical Chemistry, αναφέρουν ότι τα επίπεδα μολύβδου που εντόπισαν είναι τα υψηλότερα που έχουν δει ποτέ!
Οι δύο τούφες μαλλιών του Μπετόβεν που είχαν διαφορετική ημερομηνία συλλογής, εξετάστηκαν διεξοδικά. Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων βρέθηκε ότι η μία τούφα είχε 64 φορές υψηλότερες τιμές μολύβδου από το ανώτερο όριο αναφοράς (<4 mg/g) και η δεύτερη τούφα (που χρονολογείται από τον Απρίλιο του 1826) είχε 95 φορές υψηλότερες τιμές!
Οι επιστήμονες, μετατρέποντας τις τιμές από τη συγκέντρωση μολύβδου στα μαλλιά στη συγκέντρωση μολύβδου στο αίμα, εκτιμούν ότι η συγκέντρωση μολύβδου στο αίμα του Beethoven θα ήταν 69 έως 71 mg/dL. Οι τιμές αυτές, σύμφωνα με τους ειδικούς, συνδέονται συνήθως με γαστρεντερικές και νεφρικές παθήσεις αλλά και με μειωμένη ακοή.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ο Μπετόβεν μολύνθηκε από μόλυβδο πιθανότητα από την κατανάλωση μολυσμένου κρασιού και άλλων αγαπημένων του τροφών, όπως τα ψάρια, καθώς και από ιατρικές θεραπείες.
Αξίζει να αναφερθεί, δε, ότι η εξέταση της τρίχας του Μπετόβεν έδειξε και αυξημένα επίπεδα αρσενικού και υδραργύρου. Εντοπίστηκαν στις δύο τούφες περίπου 13 και 4 φορές υψηλότερες τιμές από την τιμή αναφοράς (<1 mg/g), αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η μόλυνση του Μπετόβεν με μέταλλα ευθύνεται για την απώλεια της ακοής του και τα σοβαρά γαστρεντερικά προβλήματα που είχε, ενώ στον θάνατό του συνέβαλε ο ιός της ηπατίτιδας Β και η ηπατική νόσος που είχε ο κορυφαίος μουσικός.
Μόλυβδος
Ο μόλυβδος είναι ένα μαλακό και ανθεκτικό στη διάβρωση μέταλλο, ανιχνεύσιμο σε μικρές ποσότητες σε όλο το περιβάλλον. Πριν από το 1978, αποτελούσε κύριο συστατικό των βαφών εσωτερικού χώρου καθώς και της βενζίνης. Επίσης, χρησιμοποιούταν σε σωλήνες νερού, για τη συγκόλληση κονσερβών, ενώ εντοπιζόταν σε φυτοφάρμακα δέντρων ακόμη και σε τρόφιμα. Αυτές οι χρήσεις έχουν απαγορευθεί πλέον και η χρήση του μολύβδου σήμερα είναι πολύ περιορισμένη.
Δηλητηρίαση από μόλυβδο
Τα μικρά σωματίδια μολύβδου εισέρχονται στο σώμα κυρίως μέσω της εισπνοής ή της κατάποσης μολύβδου που περιέχεται σε σκόνη. Από τους πνεύμονες ή την εντερική οδό, ο μόλυβδος μετακινείται με το κυκλοφορικό σύστημα (αίμα) σε όργανα όλου του σώματος.
Το σώμα μεταφέρει βαθμιαία το μόλυβδο από το αίμα και τα όργανα στα οστά και τα δόντια, όπου μπορεί να αποθηκευτεί για δεκαετίες. Περίπου το 94% του μολύβδου στους ενήλικες και το 73% στα παιδιά αποθηκεύεται εν τέλει στα οστά.
Για να απαλλαγεί το σώμα από τον μόλυβδο, τον απομακρύνει λίγο-λίγο από τα οστά και τον αποβάλλει με τα ούρα και τα κόπρανα. Ο μόλυβδος μπορεί επίσης να κινητοποιηθεί εκ νέου, δηλαδή, να επιστρέψει πίσω στο αίμα και τα όργανα, όταν ένα οστό σπάσει (κάταγμα).
Η δηλητηρίαση από μόλυβδο μπορεί να επηρεάσει σχεδόν όλα τα μέρη του σώματος, αλλά τα αποτελέσματά της είναι πιο εμφανή στο κεντρικό νευρικό σύστημα και τους νεφρούς. Ο μόλυβδος μπορεί να επηρεάσει επίσης τη γνωστική ανάπτυξη.
Η οξεία έκθεση στο μόλυβδο μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλοπάθεια, έντονο κοιλιακό άλγος, έμετο, διάρροια, κώμα, σπασμούς και σε ορισμένες περιπτώσεις, θάνατο. Η χρόνια έκθεση μπορεί να προκαλέσει αδυναμία, παρατεταμένο κοιλιακό άλγος, αναιμία, ναυτία, απώλεια βάρους, κόπωση, κεφαλαλγία, καθώς και απώλεια της γνωστικής λειτουργίας.