Το σύνδρομο long COVID επηρεάζει περίπου 65 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και συνδέεται με περισσότερα από 200 συμπτώματα.
Δεν υπάρχει αιματολογικός τρόπος μέχρι σήμερα για να διαγνωστεί το σύνδρομο του μακροχρόνιου COVID-19 (long COVID).
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2024 στο διεθνές έγκριτο περιοδικό Science, η ομάδα συνέκρινε δείγματα αίματος από άτομα που βρέθηκαν θετικά στην COVID-19 με αυτά από υγιείς ενήλικες και βρήκε αξιοσημείωτες διαφορές στη σύνθεση των πρωτεϊνών σε άτομα με long COVID, σε αυτούς που ανάρρωσαν και σε αυτούς που δεν μολύνθηκαν ποτέ.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα υπολογιστικό μοντέλο που προβλέπει πόσο πιθανό είναι ένα άτομο να αναπτύξει long COVID, με βάση μια ανάλυση περισσότερων από 6.500 πρωτεϊνών που βρέθηκαν στο αίμα.
Τα δεδομένα της μελέτης σχολιάζουν οι ειδικοί του ΕΚΠΑ
Η Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Βιολόγος Παναγιώτα Ζαχαράκη, αναφέρουν ότι η ανάλυση δείχνει ότι οι πρωτεΐνες που εμπλέκονται στις ανοσολογικές αποκρίσεις, την πήξη του αίματος και τη φλεγμονή θα μπορούσαν να είναι βασικοί βιοδείκτες για τη διάγνωση και την παρακολούθηση του long COVID, η οποία επηρεάζει περίπου 65 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Το σύνδρομο αυτό συνδέεται με περισσότερα από 200 συμπτώματα, συμπεριλαμβανομένης της εγκεφαλικής θόλωσης, της καταβολής, του στηθαγχικού πόνου και της δύσπνοιας, τα οποία μπορεί να επιμείνουν για μήνες ή χρόνια μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2.
Η μελέτη αυτή περιελάμβανε 39 υγιείς ενήλικες που δεν είχαν βγει ποτέ θετικοί στον COVID-19 και 113 άτομα που είχαν βγει θετικοί, εκ των οποίων 40 είχαν long COVID. Από αυτούς, οι 22 είχαν ακόμη συμπτώματα 12 μήνες μετά το πρώτο θετικό τεστ.
Οι ερευνητές ανέλυσαν 6.596 πρωτεΐνες σε 268 δείγματα αίματος, τα οποία συλλέχθηκαν από τους συμμετέχοντες μία φορά κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης και έξι μήνες μετά. Βρήκαν αρκετές διαφορές στο αίμα των ατόμων με μακροχρόνια COVID σε σύγκριση με εκείνων που δεν είχαν, συμπεριλαμβανομένης των διαφορετικών επιπέδων στις πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην πήξη του αίματος και τη φλεγμονή.
Σε σύγκριση με υγιείς συμμετέχοντες και εκείνους που είχαν αναρρώσει πλήρως από την COVID-19, τα άτομα με μακροχρόνια COVID είχαν χαμηλότερα επίπεδα μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται αντιθρομβίνη III, η οποία βοηθά στην πρόληψη θρόμβων αίματος και υψηλότερα επίπεδα των πρωτεϊνών θρομβοσπονδίνη-1 και του παράγοντα von Willebrand, πρωτείνες που σχετίζονται με το σχηματισμό θρόμβων.
Όταν εξέτασαν τα κύτταρα του αίματος από ένα υποσύνολο συμμετεχόντων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η έκφραση μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται CD41 στα λευκά αιμοσφαίρια ήταν χαμηλότερη σε υγιείς ανθρώπους και υψηλότερη σε άτομα που είχαν 12 μήνες μακρά COVID.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης αυξημένη ενεργοποίηση του συστήματος του συμπληρώματος – μέρος της ανοσολογικής απόκρισης του σώματος που συνήθως βοηθά στην καταπολέμηση των λοιμώξεων – σε άτομα με μακρά COVID, τόσο κατά την αρχική μόλυνση όσο και έξι μήνες αργότερα. Τα άτομα με εξάμηνη μακρά COVID είχαν μειωμένα επίπεδα ορισμένων πρωτεϊνών που εμπλέκονται στο σύστημα του συμπληρώματος και αυξημένα επίπεδα άλλων, σε σύγκριση με πλήρως αναρρωμένους ή υγιείς συμμετέχοντες.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η συννοσηρότητα και το διαφορετικό γενετικό προφίλ επηρεάζουν τους ανθρώπους, και η ετερογένεια του συνδρόμου αυτού πιθανώς σημαίνει ότι χρειάζεται μεγαλύτερη έρευνα στο θέμα αυτό. Δεν είναι ένας ενιαίος μηχανισμός που περιλαμβάνει όλα τα συμπτώματα. Χρειαζόμαστε περισσότερες αντίστοιχες μελέτες, ώστε να τροφοδοτηθεί περαιτέρω η έρευνα σχετικά με τις αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές του μακροχρόνιου COVID-19, λένε οι επιστήμονες.