Η κύστη των ωοθηκών είναι ένα πολύ συχνό πρόβλημα των γυναικων ειδικά, της αναπαραγωγικής ηλικίας. Ο Δρ. Στέφανος Χανδακάς λέει όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τη διάγνωση και την αντιμετώπισή τους.
Υπάρχουν διάφοροι τύποι ωοθηκικών κύστεων, όπως:
- οι δερμοειδείς κύστεις
- οι ενδομητριωσικές κύστεις
- τα κυσταδενώματα (βλεννώδη –ορώδη)
- οι λειτουργικές κύστεις που είναι και οι συχνότερες
Τα συμπτώματα της κύστης των ωοθηκών
- Πόνος ή δυσφορία χαμηλά στην κοιλιά
- Σοβαρός οξύς κολικοειδής πόνος από συστροφή ή ρήξη της κύστης
- Δυσφορία κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής
- Αίσθημα πλήρωσης και φουσκώματος στην κοιλιά
- Διαταραχές της εμμήνου ρύσεως και ανώμαλες αιμορραγίες της μήτρας
- Δυσκοιλιότητα ή δυσουρικά ενοχλήματα
Πώς διαγιγνώσκονται οι ωοθηκικές κύστεις
Οι περισσότερες γυναίκες με κύστη στην ωοθήκη δεν έχουν συμπτώματα, και η κύστη αυτή ανακαλύπτεται συνήθως τυχαία στο πλαίσιο μιας λεπτομερούς γυναικολογικής εξέτασης ή σε κάποιο υπερηχογράφημα ρουτίνας.
Αν αφεθούν χωρίς θεραπεία, οι ωοθηκικές κύστεις μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση επιπλοκών;
Εάν αφεθούν χωρίς θεραπεία, ορισμένες κύστεις μπορεί να μειώσουν τη γονιμότητα. Αλλά κυρίως αν είναι ευμεγέθης να προκαλέσουν συστροφή της ωοθήκης και πλήρη απώλεια αυτής Αυτό εξαρτάται πραγματικά από τον τύπο της κύστης. Οι δερμοειδείς κύστεις μπορεί να προκαλέσουν πόνο και να κάνουν τη σεξουαλική επαφή πιο επώδυνη, επηρεάζοντας τη σύλληψη.
Για να βελτιωθεί η γονιμότητα, ο γιατρός μπορεί να αφαιρέσει ή να συρρικνώσει την κύστη Ανάλογα με το μέγεθος και τη σύσταση της κύστης. Η λαπαροσκοπική χειρουργική αφαίρεση όλης της κύστης με την κάψα της, μειώνει την πιθανότητα υποτροπής, διατηρώντας την αναπαραγωγική λειτουργία της υπόλοιπης ωοθήκης. Ανάλογα με το μέγεθος και τον τύπο της κύστης, μια προσέγγιση “αναμονής και εξέτασης” μπορεί να είναι κατάλληλη για τις κύστεις των ωοθηκών.
Ποια η θεραπεία των ωοθηκικών κύστεων; Σε ποιες περιπτώσεις η χειρουργική θεραπεία είναι «μονόδρομος»;
Η θεραπεία των ωοθηκικών κύστεων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως ο τύπος και το μέγεθος των κύστεων, η ηλικία της ασθενούς και η ύπαρξη επίμονων συμπτωμάτων. Οι μικρές λειτουργικές κύστεις 3-4 εκ. που είναι και οι συνηθέστεροι δεν απαιτούν καμία θεραπεία.
Αυτές στην πλειονότητα τους απορροφώνται αυτόματα (σε ποσοστό 90% περίπου). Σε πιο επίμονες καταστάσεις είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με τη χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων. Αν μετά από 2-3 κύκλους θεραπείας δεν φαίνεται να υποστρέφονται τότε συνιστάται η χειρουργική αφαίρεση τους. Θα πρέπει επίσης να αναφερθούμε και στο ωχρό σωμάτιο, το οποίο ενίοτε δεν υποστρέφεται και μετασχηματίζεται σε κύστη με διάμετρο >3 εκ.
Αυτό συχνά δεν εμφανίζει ιδιαίτερη συμπτωματολογία και τελικά εξαφανίζεται αυτόματα. Σε περίπτωση που συμβεί ρήξη της κύστης, τότε εμφανίζεται έντονο κοιλιακό άλγος στη σύστοιχη πλευρά της ωοθήκης που φέρει την κύστη και συνοδεύεται από αιμορραγία που συνήθως δεν είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο της υγεία της γυναίκας. Για το λόγο αυτό παρακολουθούμε στενά την ασθενή. Σπάνια θα παρατηρηθεί βαρύτερη αιμορραγία η οποία θα απαιτήσει χειρουργική αντιμετώπιση.
Γενικά, όλες οι κύστεις που είναι πάνω από 5 εκ. θα πρέπει να αφαιρούνται χειρουργικά. Επίσης, οι νεοπλασματικές , οι ενδομητριωσικές και οι δερμοειδείς κύστεις χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης και βιοψίας. Ανάλογα με τα ευρήματα και την εικόνα της κύστης της ωοθήκης θα αποφασίσουμε την αφαίρεση μόνο της κύστης προσεκτικά αποκολλώντας την από την ωοθήκη ή ολόκληρη την ωοθήκη μαζί με την κύστη.
Ποιες είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση των ωοθηκικών κύστεων;
Ο τύπος της επέμβασης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος της κύστης αλλά και από τα υπερηχογραφικά ευρήματα της κύστης. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων προτιμάται η λαπαροσκόπηση. Γίνεται είτε κυστεκτομή (αφαίρεση μονό της κύστης και διατήρηση της υπόλοιπης ωοθήκης) ή εξαρτηματεκτομή (αφαίρεση της ωοθήκης-κύστης-σάλπιγγας) σε μεγαλύτερες γυναίκες και ύποπτες βλάβες. Η λαπαροτομία προτιμάται για τις μεγαλύτερες κύστεις και όταν υπάρχει υποψία κακοήθειας.