Περισσότεροι άνθρωποι με κατάθλιψη θα μπορούν να γίνουν καλά νωρίτερα, στο μέλλον.
Έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ αποκάλυψε μια νέα υποκατηγορία της κατάθλιψης, που σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή μπορούν να διαγνωστούν σωστά. Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ τον ονομάζουν γνωστικό βιότυπο (cognitive biotype).
Ενώ τα συμπτώματα αυτής της νέας υποκατηγορίας διαφέρουν ελαφρώς από την κατάθλιψη, αυτή η αποκάλυψη θα μπορούσε να σημαίνει ότι όσοι πάσχουν από πιο έντονη συναισθηματική και γενικευμένη διαταραχή άγχους μπορούν επιτέλους να καταλάβουν γιατί οι τρέχουσες θεραπείες απέτυχαν να ανακουφίσουν τα συμπτώματά τους. Η νέα κατηγορία χαρακτηρίζεται από συμπεριφορές όπως έλλειψη αυτοελέγχου, δυσκολία στο μελλοντικό προγραμματισμό και κακή εστίαση.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το 27% των πασχόντων από κατάθλιψη μόνο στις ΗΠΑ εμπίπτουν στον νέο υποτύπο της κατάθλιψης, αποτελώντας περίπου πέντε εκατομμύρια ανθρώπους.
Πώς διεξήχθη η μελέτη
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε έρευνες, τεστ και απεικόνιση εγκεφάλου (αξονική – μαγνητική τομογραφία) για να καταγράψει τους 712 συμμετέχοντες με μείζονα καταθλιπτική διαταραχέή.
Πριν από τη μελέτη, όλοι οι συμμετέχοντες δεν λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή. Στη συνέχεια τους χορηγήθηκε ένα από τα τρία κοινά αντικαταθλιπτικά – εσιταλοπράμη και σερτραλίνη, που δρουν στη σεροτονίνη και βενλαφαξίνη-XR, η οποία δρα στη σεροτονίνη και στη νορεπινεφρίνη.
“Η κατάθλιψη εμφανίζεται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά η εύρεση κοινών σημείων – όπως παρόμοια προφίλ λειτουργίας του εγκεφάλου – βοηθά τους επαγγελματίες υγείας να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους ασθενείς εξατομικεύοντας τη θεραπεία”, δήλωσε στο New Atlas η Leanne Williams, συγγραφέας της μελέτης και καθηγήτρια ψυχιατρικής και συμπεριφορικών επιστημών.
Μετά από οκτώ εβδομάδες, η ομάδα διαπίστωσε ότι το 27% των συμμετεχόντων είχαν σημαντική γνωστική εξασθένηση και μειωμένη δραστηριότητα σε συγκεκριμένες μετωπιαίες περιοχές του εγκεφάλου – συγκεκριμένα, στον πλάγιο προμετωπιαίο φλοιό, που έχει να κάνει με τον σχεδιασμό, την εκτελεστική λειτουργία και τη σκέψη, και στον πρόσθιο προσαγώγιο φλοιό, που εμπλέκεται στην παροχή κινήτρων και αλλοιώσεις στην περιοχή αυτή παράγουν συχνά απάθεια, μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και ψυχοκινητική καθυστέρηση. Έδειξαν επίσης τη μικρότερη βελτίωση από τους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs), τα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντικαταθλιπτικά.
«Αυτή η μελέτη είναι σημαντική επειδή οι ψυχίατροι έχουν λίγα εργαλεία μέτρησης για την κατάθλιψη για να βοηθηθούν στην απόφαση της θεραπείας», δήλωσε η Δρ Laura Hack, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια ψυχιατρικής και συμπεριφορικών επιστημών. «Η απεικόνιση κατά την ψυχιατρική διάγνωση είναι νέα στις μελέτες θεραπείας της κατάθλιψης». Στόχος των ερευνητών τώρα, είναι να αναπτυχθεί ένα τεστ για τον εντοπισμό του υποτύπου, ώστε ο ασθενής να υποβληθεί στην καλύτερη δυνατή θεραπεία για αυτόν.
«Μία από τις μεγάλες προκλήσεις είναι να βρεθεί ένας νέος τρόπος αντιμετώπισης της διαδικασίας δοκιμής και λάθους, έτσι ώστε περισσότεροι άνθρωποι να μπορούν να γίνουν καλύτερα νωρίτερα», πρόσθεσε ο Williams. «Η εισαγωγή αυτών των αντικειμενικών γνωστικών μέτρων όπως η απεικόνιση θα διασφαλίσει ότι δεν χρησιμοποιούμε την ίδια θεραπεία σε κάθε ασθενή».
Δεδομένων των συμπτωμάτων του γνωστικού υποτύπου, δεν αποτελεί έκπληξη να μάθουμε ότι οι περιπτώσεις συχνά ευθυγραμμίζονται με τη ΔΕΠΥ.
«Συνήθως ξεκινάμε με αντικαταθλιπτικά που έχουν τον ίδιο μηχανισμό δράσης σε όλους όσοι πάσχουν από κατάθλιψη, παρόλο που η κατάθλιψη είναι αρκετά ετερογενής. Αυτή η μελέτη θα μπορούσε να βοηθήσει να αλλάξει αυτό», δήλωσαν οι ερευνητές.