Μια μεγάλη κατηγορία γυναικών, όπως για παράδειγμα όσες έχουν πυκνό μαστό έχουν ενδιάμεσο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού. Πώς έχουν διαμορφωθεί για αυτές τις γυναίκες οι συστάσεις προληπτικού ελέγχου;
Οι περισσότερες γυναίκες γνωρίζουν για τον υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού ο οποίος σχετίζεται με μια σειρά από παράγοντες όπως το οικογενειακό ιστορικό και το γονιδιακό υπόβαθρο. Υπάρχει όμως και ο ενδιάμεσος κίνδυνος που απασχολεί τους ειδικούς στον καρκίνο του μαστού και για τον οποίο οι γυναίκες δεν φαίνεται να έχουν επαρκή ενημέρωση, παρ’ ότι ισχύουν ειδικές συστάσεις για την πρόληψη της υγείας των μαστών τους.
Οι γυναίκες ενδιάμεσου κινδύνου έχουν 15% – 20% πιθανότητα να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού στη διάρκεια της ζωής τους.
Βασικός παράγοντας που καθορίζει τον ενδιάμεσο κίνδυνο είναι η πυκνότητα του μαστού. Η αυξημένη πυκνότητα των μαστών όχι μόνο αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου αλλά επίσης δυσχεραίνει τον απεικονιστικό έλεγχο με κλασικές μεθόδους όπως η μαστογραφία.
Οι γυναίκες με πυκνούς μαστούς καθώς και αυτές που έχουν έναν ή και περισσότερους παράγοντες κινδύνου όπως αλλοιώσεις υψηλής επικινδυνότητας, μια ή περισσότερες συγγενείς με κακοήθεια μαστού καθώς και οι γυναίκες που έχουν νοσήσει από καρκίνο του μαστού, ανήκουν στην ομάδα ενδιάμεσου κινδύνου.
Συστάσεις προληπτικού ελέγχου για καρκίνο του μαστού στις γυναίκες ενδιάμεσου κινδύνου
Ο ενδιάμεσος κίνδυνος καρκίνου του μαστού απασχόλησε και το πρόσφατο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ακτινολογίας (ESR), το οποίο έλαβε χώρα στη Βιέννη και ήταν αφιερωμένο στην επόμενη γενιά της ιατρικής απεικόνισης και είχε ενεργή συμμετοχή από την χώρα μας.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις ομάδες των γυναικών που χαρακτηρίζονται ως ομάδες ενδιάμεσου κινδύνου και να προσαρμόσουμε τις συστάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου, ώστε κάθε γυναίκα που ανήκει σε αυτές τις ομάδες να έχει τη φροντίδα που χρειάζεται. Ο ενιαίος προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του μαστού δεν ανταποκρίνεται πλέον στη σύγχρονη προσέγγιση της πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης.
Ο εξατομικευμένος προληπτικός έλεγχος αποδεικνύεται σωτήριος τόσο στις γυναίκες υψηλού όσο και στις γυναίκες ενδιάμεσου κινδύνου. Σχετικές μελέτες μάλιστα έχουν δείξει ότι και οι γυναίκες εμφανίζονται πιο θετικές, άρα και πιο συνεπείς, απέναντι σε προγράμματα ελέγχου που είναι σχεδιασμένα με βάση το ατομικό τους προφίλ», τόνισε σε ειδική ομιλία της στο συνέδριο η Δρ Αθηνά Βούρτση, Ειδική Ακτινοδιαγνώστρια Μαστού, Ιδρυτική Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Απεικόνισης Μαστού και επιστημονικά υπεύθυνη του Athena Medical Center.
Γιατί και πότε η μαστογραφία δεν είναι αρκετή
Σύμφωνα με την Δρ Βούρτση, ο κλασικός προληπτικός έλεγχος που απευθύνεται στο γενικό γυναικείο πληθυσμό και περιλαμβάνει συνήθως τη μαστογραφία, δεν μπορεί να καλύψει τις γυναίκες ενδιάμεσου κινδύνου και ειδικότερα τις γυναίκες με πυκνούς μαστούς. Αυτό γιατί η πυκνότητα των μαστών μπορεί να μειώσει έως και 30% την ευαισθησία της μαστογραφίας (από τουλάχιστον 93% σε περίπου 63%). Η πυκνότητα του μαζικού ιστού στο μαστό μπορεί να «ξεγελάσει» την απεικόνιση και να «μασκαρέψει» μια πιθανή καρκινική βλάβη η οποία επίσης παρουσιάζει πυκνότητα.
«Για τις γυναίκες ενδιάμεσου κινδύνου, ο προληπτικός έλεγχος θα πρέπει να τροποποιείται κατά περίπτωση και κατόπιν γνωμοδότησης του ειδικού γιατρού, ώστε να περιλαμβάνει πέραν της κλασικής ψηφιακής μαστογραφίας και άλλες εξετάσεις οι οποίες μπορούν να ανιχνεύσουν πιθανά μη ορατές βλάβες. Τέτοιες εξετάσεις είναι το κλασικό ή το αυτοματοποιημένο υπερηχογράφημα μαστών (HHUS / ABUS), η μαστογραφία υψηλής σκιαγραφικής αντίθεσης, η τομοσύνθεση (DBT) και βέβαια η μαγνητική τομογραφία μαστών (MRI)», αναφέρει η κ. Βούρτση.
Όπως προσθέτει η ίδια, «για τις περισσότερες γυναίκες με υψηλότερο από το μέσο κίνδυνο, η συμπληρωματική μέθοδος επιλογής είναι η μαγνητική τομογραφία μαστού. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να συνιστάται σε γυναίκες που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών με προηγούμενο ιστορικό καρκίνου του μαστού και πυκνό μαστό ή διάγνωση έως την ηλικία των 50 ετών. Για τις γυναίκες που έχουν πυκνούς μαστούς αλλά δεν διατρέχουν κατά τα άλλα υψηλό κίνδυνο, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μαγνητικής τομογραφίας εκτός από τον προσυμπτωματικό έλεγχο με τη μαστογραφία, που ξεκινά από την ηλικία των 40 ετών».
Στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ακτινολογίας, ECR2024, η Δρ Αθηνά Βούρτση ήταν πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής στον τομέας της Απεικόνισης του μαστού. Όπως τόνισε η Δρ Βούρτση στη διάρκεια των ομιλιών της, ο καρκίνος του μαστού επηρεάζει εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο και παρά τη σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, η συμμόρφωση των γυναικών στον τακτικό προσυμπτωματικό έλεγχο παραμένει μια σημαντική πρόκληση.
Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού ισχύει για περισσότερα από 20 χρόνια και πλέον οι ειδικοί συζητούν πότε και πώς θα ενημερωθούν οι ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές, ώστε να αντικατοπτρίζουν τη νέα κλινική εμπειρία, τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και τις τεχνολογικές εξελίξεις.