Συνήθως όταν το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ασθενές άρα ευάλωτο, παθογόνοι μικροοργανισμοί που εισέρχονται στον οργανισμό μέσω της ουρήθρας δεν αποβάλλονται άμεσα, αλλά εγκαθίστανται και προκαλούν φλεγμονή με αποτέλεσμα ουρολοιμώξεις, που είναι συχνότερη στο γυναικείο φύλο.
Οι γυναίκες τείνουν να μολύνονται συχνότερα επειδή η ανατομία της περιοχής είναι τέτοια που ευνοεί την ανάπτυξη μικροβίων, καθώς οι περισσότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος προκαλούνται από βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στο έντερο. Ειδικότερα το βακτήριο Escherichia coli (E. coli) προκαλεί τη συντριπτική πλειονότητα των ουρολοιμώξεων. Τα συμπτώματα μιας ουρολοίμωξης διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού εμφανίζονται με συχνουρία, καύσο και πόνο χαμηλά στην κοιλιά ή στα έξω γεννητικά όργανα κατά την ούρηση, στις νεαρές γυναίκες, ενώ δεν είναι σπάνια και η παρουσία αίματος, ιδιαίτερα στο τέλος της ούρησης.
Παράγοντες κινδύνου για ουρολοίμωξη είναι διάφοροι όπως η κακή υγιεινή, συγκεκριμένες σεξουαλικές πρακτικές, η αντισύλληψη (χρήση διαφράγματος ή σπερματοκτόνων ουσιών) και ο σακχαρώδης διαβήτης.
Ορισμένες γυναίκες παρουσιάζουν συχνά ουρολοιμώξεις, ενώ υπολογίζεται ότι μετά την πρώτη, περίπου το 20% των νεαρών γυναικών θα έχουν υποτροπές. Μάλιστα κάθε επιπλέον επεισόδιο αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπής.
Ανάλογα με το ιστορικό, ο γιατρός μπορεί να δώσει κάποιες οδηγίες, για να μειωθούν τα επεισόδια ουρολοιμώξεων, όπως:
- Λήψη άφθονων υγρών, σταδιακά όλη την ημέρα
- Χαμηλή δόση αντιβιοτικού κάθε μέρα για διάστημα 6 μηνών ή περισσότερο
- Μια δόση αντιβιοτικού πριν ή αμέσως μετά τη σεξουαλική επαφή.
Όμως, ακόμα και συνδυασμός των παραπάνω προληπτικών μέτρων, σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί να μη φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η θεραπεία με ενδοκυστικές εγχύσεις υαλουρονικού οξέος για την ενίσχυση του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να βοηθήσει σημαντικά. Πρόκειται για δομικό συστατικό της βασικής ή θεμέλιας ουσίας του εσωτερικού τοιχώματος της ουροδόχου κύστης και αποτελεί τη “δοκό στήριξης” του.
Ειδικότερα, οι πρωτεογλυκάνες ενεργούν ως διαβιβαστές (communicators) μεταξύ των κυττάρων και του περιβάλλοντος, μεταφέροντας πληροφορίες και αποκαθιστώντας τις λειτουργίες του εσωτερικού τοιχώματος της ουροδόχου κύστης που με την πάροδο του χρόνου εξασθενούν.
Η θεραπεία στοχεύει στην προστασία του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης και στην αποτροπή της προσκόλλησης βακτηρίων σε αυτό, ενισχύοντας την άμυνα της κύστης έναντι των ουροπαθογόνων. Σημειώνεται πως η αποφυγή ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα της ενδοκυστικής έγχυσης υαλουρονικού οξέος έναντι της μακράς χορήγησης αντιβιώσεων.
Πρόκειται για τη μόνη ουσία που έχει πάρει έγκριση από την Αμερικανική Ουρολογική Εταιρεία και αυτό με τον υψηλότερο βαθμό σύστασης για ενδοκυστική θεραπεία της διάμεσης κυστίτιδας.
Μεταξύ άλλων, το υαλουρονικό οξύ μειώνει τη φλεγμονή, χαλαρώνει τους μυς, μειώνει τον πόνο, διαλύει το κολλαγόνο και αποκοκκιώνει τα μαστοκύτταρα. Το πρωτόκολλο θεραπείας περιλαμβάνει αρχικά 6 με 8 εβδομαδιαίες εγχύσεις με εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας.