Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, για την ανησυχητική αύξηση, των ποσοστών καρκίνου, στις νεαρές ηλικίες. Μάλιστα,σε κάποιες μορφές της νόσου, η αύξηση φτάνει το 250%.
Προβληματίζει τους επιστήμονες η ανησυχητική αύξηση του αριθμού νέων διαγνώσεων καρκίνου που αφορούν άτομα κάτω των 50 ετών.
Μελέτες επιβεβαιώνουν την αύξηση περιπτώσεων διαφόρων τύπων καρκίνου με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και την αλλαγή του τρόπου ζωής να ενοχοποιούνται για την αυξημένη επίπτωση. Οι επιστήμονες ανησυχούν για την έναρξη πρώιμου καρκίνου και μελετούν τα τρέχοντα στοιχεία και τις μελλοντικές επιπτώσεις.
Όλα τα νεότερα δεδομένα και τα αποτελέσματα των μελετών, αναλύει στο oloygeia.gr o Θάνος Δημόπουλος, Καθηγητής Θεραπευτικής-Ογκολογίας-Αιματολογίας Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, ο οποίος εξηγεί τι πρέπει να κάνουν οι νέοι για να προστατευθούν.
Μελέτες δείχνουν αύξηση του καρκίνου στους νέους
Νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε προ λίγων ημερών στο JAMA Network Open έδειξε αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου κατά 0.9% το χρόνο σε νέες ηλικίες 30-39 ετών κατά τη δεκαετία 2010 έως 2019. Η μελέτη αυτή συμπεριέλαβε πάνω από 560.000 ασθενείς κάτω των 50 ετών από 17 διαφορετικές βάσεις δεδομένων του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ (National Cancer Institute SEER program) που διεγνώσθησαν με καρκίνο από το 2010 έως το 2019.
Γιατί νέοι άνθρωποι παθαίνουν καρκίνο του παχέος εντέρου;
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η συνολική επίπτωση του καρκίνου σε άτομα κάτω των 50 ετών αυξήθηκε κατά 0.28% ετησίως σε αντίθεση με τους ασθενείς άνω των 50 ετών όπου μειώθηκε κατά 0.87% ετησίως στο ίδιο χρονικό διάστημα. Αυτή η αύξηση φαίνεται να είναι απόρροια κυρίως της αύξησης της επίπτωσης στο γυναικείο πληθυσμό κάτω των 50 ετών (αύξηση κατά 0.67% ετησίως) και στην ηλικιακή ομάδα 30-39 ετών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η αύξηση της επίπτωσης συγκεκριμένων νεοπλασμάτων στις νέες ηλικίες, όπως αυτό της σκωληκοειδούς απόφυσης (αύξηση κατά 252%), των ενδοηπατικών χοληφόρων (142%) και του ενδομητρίου (76%).
Επίσης, από το 2010 έως το 2019 οι καρκίνοι του γαστρεντερικού συστήματος ήταν αυτοί που αυξήθηκαν περισσότερο κατά σχεδόν 15%. Πράγματι, ένας στους πέντε που διαγιγνώσκεται με κολοορθικό καρκίνο στις ΗΠΑ είναι κάτω των 50 ετών με βάση στατιστικά δεδομένα του American Cancer Society – ποσοστό που έχει διπλασιαστεί από το 1995 όπου μόνο το 11% των νέων περιπτώσεων ανήκαν σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, τονίζει ο κ. Δημόπουλος.
Μελέτη σε 44 χώρες επιβεβαιώνει την αύξηση
Η αύξηση αυτή της επίπτωσης του καρκίνου σε νεότερες ηλικίες κάτω των 50 ετών είχε επιβεβαιωθεί και προ έτους από αντίστοιχη μελέτη σε 44 χώρες κατά την περίοδο 2002-2012. Όπως είχε δημοσιευτεί στο Nature Reviews, ιδιαίτερη αύξηση παρουσιάζει ο κολοορθικός καρκίνος στις ηλικίες αυτές που αγγίζει το 2% κάθε χρόνο.
Ποιες είναι οι πιθανές αιτίες αύξησης των ποσοστών καρκίνου
Σύμφωνα με την ανασκόπηση αυτή και δεδομένου ότι το ποσοστό καπνίσματος έχει μειωθεί από το 1965 έως το 2019 από περίπου 42% στο 14%, οι πιθανές αιτίες αυτής της αύξησης φαίνεται πως είναι άλλες, σημειώνει ο κ. Δημόπουλος. Αρχικά, η εντατικοποίηση των προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου (screening) φαίνεται πως συμβάλλει στην διάγνωση σε νεότερες ηλικίες. Επίσης, η έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και η αλλαγή του τρόπου ζωής ήδη από την παιδική και εφηβική ηλικία ενοχοποιούνται για την αυξημένη επίπτωση.
Η αύξηση της παχυσαρκίας από 3.2% στο 10.8% στους άνδρες και από 6.4% τo 14.9% στις γυναίκες από 1975–2014 αποτελεί έναν προδιαθεσικό παράγοντα.
Αντίστοιχα, η έντονη καθιστική ζωή (από 7.0 σε 8.2 ώρες την ημέρα από το 2007 έως το 2016), η αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ και η μείωση των ημερήσιων ωρών ύπνου επίσης συμβάλλουν στην αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου σε νέες ηλικίες.
Η τεκνοποίηση σε μεγαλύτερη ηλικία, η συστηματική λήψη αντισυλληπτικών και η πρώιμη εμμηναρχή προδιαθέτουν σε γυναικολογικές κακοήθειες και καρκίνο μαστού.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ο καταλυτικός ρόλος της «δυτικού τύπου» διατροφής πλούσια σε κορεσμένα λίπη, κόκκινο κρέας, επεξεργασμένα τρόφιμα κλπ και της αλλαγής του μικροβιώματος του εντέρου μέσω της διατροφής και της συχνής λήψης αντιβιοτικών.