Αρκετές μελέτες έχουν αναδείξει μια σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας βιταμίνης D και της φλεγμονής. Τώρα, μια μεγάλης κλίμακας κοινοτική μελέτη στην Ιρλανδία διαπίστωσε ότι οι ηλικιωμένοι με ανεπάρκεια βιταμίνης D έχουν αυξημένη φλεγμονή από εκείνους με επαρκή επίπεδα της βιταμίνης.
Οι συγγραφείς της έρευνας που δημοσιεύθηκε στο PLoS ONE, προτείνουν ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο ασθενειών που προκαλούνται από χρόνια φλεγμονή.
«Είχαμε προβλέψει αυτά τα ευρήματα καθώς προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ισχυρούς συσχετισμούς της βιταμίνης D με τη φλεγμονή σε διαφορετικές ομάδες πληθυσμών. Ωστόσο, η εργασία μας είναι σχεδόν μία από τις μεγαλύτερες μελέτες με βάση τον πληθυσμό που εξετάζει αυτούς τους συσχετισμούς. Μάς προκάλεσε έκπληξη η δύναμη του συσχετισμού και το πώς επιβίωσε στα μοντέλα ακόμη και μετά την προσαρμογή σε διάφορους παράγοντες», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Eamon Laird από το Trinity College του Δουβλίνου.
Η φλεγμονή υποδεικνύει ανεπάρκεια βιταμίνης D
Η φλεγμονή χαρακτηρίζεται από έναν αριθμό βιοδεικτών, οι οποίοι μπορούν να ανιχνευθούν στο αίμα, το σάλιο και τα ούρα. Ένας τέτοιος βιοδείκτης, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), συνδέεται με μια μεγάλη ποικιλία φλεγμονωδών καταστάσεων. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις για σχέση μεταξύ της CRP και των κυτοκινών, οι οποίες παίζουν ρόλο στην οξεία και τη χρόνια φλεγμονή.
Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές μέτρησαν τις συγκεντρώσεις CRP και 25-υδροξυβιταμίνης D σε δείγματα αίματος από 5.381 ανεξάρτητους συμμετέχοντες ηλικίας 50 ετών και άνω από την Irish Longitudinal Study on Aging. Συνέλεξαν επίσης δημογραφικά δεδομένα όπως η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο εκπαίδευσης, το κάπνισμα και το αλκοόλ.
Οι συμμετέχοντες, που κυμαίνονταν σε ηλικία από 50 έως 98 ετών με μέση ηλικία τα 62,9 έτη, ανέφεραν τυχόν διαγνώσεις χρόνιων ασθενειών, όπως διαβήτη, εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακές παθήσεις και ισχαιμικό επεισόδιο. Ο μέσος δείκτης μάζας σώματός τους ήταν 28,6 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο, το 33,9% είχε παχυσαρκία και το 70,8% ήταν σωματικά δραστήριο.
Αν και δεν υπάρχει σαφής τιμή για τα βέλτιστα επίπεδα CRP, όσο υψηλότερη είναι η συγκέντρωση της CRP, τόσο μεγαλύτερη είναι η φλεγμονή. Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε διαφορετικές ομάδες φλεγμονής με βάση τη συγκέντρωση CRP, ως εξής:
- κανονική — 0–5 χιλιοστόγραμμα ανά δεκατόλιτρο (mg/dL)
- αυξημένη 5–10 mg/dL
- υψηλή CRP — περισσότερο από 10 mg/dL
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D συνδέεται με τη φλεγμονή
Ο Δρ. Michael Holick, καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, που δεν συμμετείχε σε αυτή τη μελέτη, εξήγησε γιατί η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι ένα φαινόμενο τόσο ευρέως μελετημένο.
«Η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι ίσως το πιο κοινό ιατρικό πρόβλημα παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι, ίσως ακόμη και ο μισός πληθυσμός του πλανήτη, έχει ανεπάρκεια βιταμίνης D. Και ο λόγος είναι απλός. Η κύρια πηγή βιταμίνης D μας είναι το φως του ήλιου και δεν είμαστε πλέον έξω στον ήλιο. Αποφεύγουμε τον ήλιο λόγω ανησυχιών για τον καρκίνο του δέρματος».
Σε αυτή τη μελέτη, το 13% των συμμετεχόντων είχε ανεπάρκεια βιταμίνης D. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες με ανεπάρκεια ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, είχαν χαμηλότερη εκπαίδευση και κοινωνικοοικονομική κατάσταση ή ήταν καπνιστές. Οι ερευνητές βρήκαν υψηλά επίπεδα CRP σε άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω, με χαμηλότερη εκπαίδευση και υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Όσοι ήταν λιγότερο σωματικά δραστήριοι ή είχαν τρεις ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις είχαν επίσης υψηλότερη CRP. Μετά τον έλεγχο άλλων παραγόντων κινδύνου για φλεγμονή, η ανεπάρκεια βιταμίνης D συσχετίστηκε ισχυρά με υψηλότερη CRP, υποδηλώνοντας υψηλότερα επίπεδα φλεγμονής.
Ποιοι πρέπει να παίρνουν συμπληρώματα βιταμίνης D
Σύμφωνα με τον Δρ. Laird, τα συμπληρώματα βιταμίνης D θα μπορούσαν να ωφελήσουν και άλλους πληθυσμούς, πέραν εκείνων με φλεγμονώδεις καταστάσεις: «Πολλές χώρες και φορείς δημόσιας υγείας συνιστούν συμπληρώματα/πρόσληψη βιταμίνης D για ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας», ανέφερε ο ειδικός και συμπλήρωσε:
«Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι οι νεαρότεροι ενήλικες (18-39 ετών) διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο και έχουν τα υψηλότερα επίπεδα ανεπάρκειας που μακροπρόθεσμα μπορεί να συμβάλει στον κίνδυνο χρόνιας νόσου».
«Ουσιαστικά, δεν υπάρχει βιταμίνη D στη διατροφή μας. Μουρουνέλαιο, λιπαρά ψάρια και μανιτάρια εκτεθειμένα στο ηλιακό φως είναι αυτά που την περιέχουν, γι’αυτό και όλοι πλέον χρειάζονται συμπληρώματα βιταμίνης D, εκτός αν εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους όλη την ημέρα», τόνισε με τη σειρά του ο Δρ. Holick.
Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι ένας μέσος ενήλικας δεν πρέπει να παίρνει περισσότερα από 100 mcg βιταμίνης D την ημέρα είτε από τη διατροφή του είτε από συμπληρώματα για να αποφευχθεί ο κίνδυνος παρενεργειών όπως ναυτία, έμετος και σύγχυση.