Τα ακουστικά βαρηκοΐας μπορεί να μειώσουν τα γνωστικά προβλήματα σε ηλικιωμένους που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, σύμφωνα με έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύονται στο περιοδικό «The Lancet» και παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο της Ένωσης Αλτσχάιμερ.
Στην έρευνα συμπεριλήφθηκαν δύο διαφορετικοί πληθυσμοί μελέτης στις ΗΠΑ, μία ομάδα με υψηλότερο κίνδυνο γνωστικής εξασθένησης και μία ομάδα υγιών εθελοντών, όλοι ηλικίας 70-84 ετών. Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, συνολικά συμμετείχαν σχεδόν 1.000 άτομα.
Όταν συνδυάστηκαν οι δύο ομάδες ως ένας πληθυσμός δεν εντοπίστηκε καμία διαφορά στη γνωστική εξασθένηση σε διάστημα τριών ετών μεταξύ της ομάδας που χρησιμοποιούσε ακουστικά βαρηκοΐας και εκείνης που δεν χρησιμοποιούσε. Όμως, όταν εξετάστηκε ειδικά η ομάδα που διέτρεχε μεγαλύτερο κίνδυνο έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών παρατηρήθηκε 48% λιγότερη γνωστική μεταβολή σε διάστημα τριών ετών στην ομάδα που χρησιμοποίησε ακουστικά βαρηκοΐας σε σύγκριση με εκείνη που δεν χρησιμοποίησε.
Άμεση η σύνδεση της απώλειας ακοής με την άνοια
Τα ευρήματα έρχονται να προστεθούν στα αυξανόμενα στοιχεία που δείχνουν ότι η αντιμετώπιση της εξασθένησης της ακοής μπορεί να αποτελέσει έναν εξαιρετικά σημαντικό παγκόσμιο στόχο δημόσιας υγείας για τις προσπάθειες πρόληψης της άνοιας. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο καθηγητής Φρανκ Λιν από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς και τη Σχολή Δημόσιας Υγείας Μπλούμπεργκ, «τα όποια γνωστικά οφέλη από τη θεραπεία της απώλειας ακοής λόγω ηλικίας είναι πιθανό να ποικίλλουν ανάλογα με τον κίνδυνο έκπτωσης των γνωστικών λειτουργιών του ατόμου».
Η απώλεια ακοής λόγω ηλικίας είναι εξαιρετικά συχνή επηρεάζοντας τα δύο τρίτα των ενηλίκων άνω των 60 ετών παγκοσμίως, αλλά λιγότερα από ένα στα δέκα άτομα με απώλεια ακοής σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και λιγότερα από τρία στα δέκα σε χώρες υψηλού εισοδήματος χρησιμοποιούν σήμερα ακουστικά βαρηκοΐας. Η απώλεια ακοής που δεν λαμβάνει θεραπεία υπολογίζεται ότι συντελεί στο 8% των περιπτώσεων άνοιας σε όλον τον κόσμο, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 800.000 από τις σχεδόν δέκα εκατομμύρια νέες διαγνώσεις άνοιας κάθε χρόνο.