Το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η φαρµακευτική βιοµηχανία λόγω των επιστροφών που επιβάλλει η πολιτεία περιγράφει ο γενικός διευθυντής της Gilead Sciences και αντιπρόεδρος του PhARMA Innovation Forum (PIF), Σάββας Χαραλαµπίδης, ο οποίος διευκρινίζει ότι οι εταιρείες πληρώνουν τη διαχρονική αδυναµία που παρατηρείται στη χώρα µας για διαρθρωτικές αλλαγές και µεταρρυθµίσεις.
Οι εκπρόσωποι του κλάδου δεν «γκρινιάζουν». Εκθέτουν με ρεαλισμό και δεδομένα μια πραγματικότητα που στραγγαλίζει τη βιωσιμότητα ενός ιδιαίτερα κρίσιμου, παραγωγικού κλάδου, ο οποίος επιπλέον είναι ο μοναδικός μοχλός ανάπτυξης και προσφοράς λύσεων υγείας σε ένα αβέβαιο μέλλον
Κύριε Χαραλαµπίδη, ακούµε εδώ και χρόνια τις αντιδράσεις της φαρµακευτικής βιοµηχανίας για το λεγόµενο clawback. Μπορείτε να µας δώσετε ένα παράδειγµα για το πώς σας επιβαρύνει;
Η έκφραση «δεν πάει άλλο» αποτυπώνει την πραγµατικότητα, χωρίς καµία διάθεση υπερβολής. ∆εν πάει άλλο, όχι µόνο οικονοµικά. ∆εν πάει άλλο, γιατί έχει εξαντληθεί η κοινή λογική και ο παραλογισµός έχει υπερβεί κάθε όριο. Και την οικονοµική δυσκολία µπορείς, ίσως, να τη διαχειριστείς. Την απόλυτη έλλειψη λογικής, προβλεψιµότητας και σταθερότητας είναι πολύ δύσκολο και να την παλέψεις και να την εξηγήσεις σε όσους προσπαθείς να πείσεις να συνεχίσουν τις επενδύσεις τους στη χώρα.
Και επιτρέψτε µου να διευκρινίσω. Αυτή τη στιγµή η πολιτεία χρειάζεται φαρµακευτικές θεραπείες που χορηγούνται µέσα στα νοσοκοµεία και θεραπεύουν δύσκολες, απειλητικές για τη ζωή ή ιδιαίτερα επιβαρυντικές για την ποιότητα ζωής νόσους.
Τις θεραπείες αυτές προµηθεύεται για να καλύψει το σύνολο της ανάγκης, αλλά πληρώνει µόνο για το 17% εξ αυτών, δεδοµένου ότι το υπόλοιπο 83% το επιβάλλει στη βιοµηχανία και συγκεκριµένα στην καινοτόµο βιοµηχανία, ως υποχρεωτική επιστροφή, το λεγόµενο clawback. Συνεπώς, µια χώρα µε ήδη από τις χαµηλότερες ή τις χαµηλότερες τιµές στην ευρωζώνη επιβάλλει πρόσθετες και υποχρεωτικές επιστροφές που αγγίζουν -για τα καινοτόµα προϊόντα στο νοσοκοµείο- το 83%.
Ποιες είναι οι απαντήσεις που λαµβάνετε από την πολιτεία και το υπουργείο Υγείας, όταν θέτετε τα αιτήµατά σας;
Είναι αλήθεια ότι το υπουργείο Υγείας µάς ακούει. ∆εν µπορώ να το κατηγορήσω για έλλειψη κατανόησης. Ο ίδιος ο υπουργός έχει πολλές φορές δηµόσια αναφερθεί στο πρόβληµα και στην υποχρέωση του κράτους να διασφαλίσει τη συνεχιζόµενη πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόµες θεραπείες. Και γνωρίζουµε ότι προσπαθεί να βρει λύσεις και αυτές να δοθούν έγκαιρα, ώστε να αποτρέψουν και άλλες στρεβλώσεις στην αγορά.
Αλλά, δυστυχώς, είτε δεν έχει όντως κανένα περιθώριο κίνησης, το οποίο δεν θα έπρεπε να συµβαίνει, είτε δεν έχει την απαιτούµενη υποστήριξη, ώστε να αντιµετωπίσει την πρόκληση των διογκούµενων υποχρεωτικών επιστροφών, µε άµεσες παρεµβάσεις που τουλάχιστον θα άρουν τις στρεβλώσεις που επιµένουν στην αγορά.
Για να ξεκαθαρίσουµε και κάτι, οι υποχρεωτικές επιστροφές δεν γεννήθηκαν χθες. Εδώ και 12 χρόνια, η βιοµηχανία -και δη η καινοτόµος- συστηµατικά βάζει πλάτη για να ορθοποδήσει η οικονοµία του συστήµατος Υγείας, χωρίς κανένας ασθενής να στερηθεί τη θεραπεία που χρειάζεται τη στιγµή που τη χρειάζεται. Όµως, χρόνο µε τον χρόνο, η κατάσταση όχι µόνο δεν βελτιώνεται, αλλά βυθιζόµαστε σε ένα τέλµα, όπου το κράτος κρύβεται πίσω από µια ευπείθεια σε στόχους που έχουν τεθεί και δεν προχωρά σε δοµικές µεταρρυθµίσεις για να εξορθολογίσει πραγµατικά τη δαπάνη, ώστε αυτή, τέλος πάντων, να µην υπολείπεται 83%!
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε πει ότι «αδικεί πολλάκις ο µη ποιών τι, ου µόνον ο ποιών τι». ∆ηλαδή, πολλές φορές είναι άδικος αυτός που δεν κάνει κάτι, όχι µόνο αυτός που κάνει κάτι. Αυτή την αδικία της αδράνειας βίωσε η καινοτόµος βιοµηχανία όλα αυτά τα χρόνια. Και το αποτέλεσµα είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε συνυπευθυνότητας από την πλευρά του κράτους, το οποίο έβλεπε, µεν, το πρόβληµα, δεν προχωρούσε, δε, σε µια άµεση διορθωτική λύση που θα συνιστούσε έµπρακτη απόδειξη της αρχής του τέλους του παραλογισµού.
Μια λύση που θα αποδείκνυε ότι υπάρχει ένα πλαίσιο συνυπευθυνότητας που αναγνωρίζει ότι η συνταγµατική υποχρέωση του κράτους είναι αυτό να παρέχει το φάρµακο στους πολίτες. Και στο πλαίσιο αυτό, και η βιοµηχανία να καλείται να συνδράµει στην επίτευξη του στόχου αυτού, σε ένα µέτρο που δεν θα την καθιστά, όµως, τελικά αυτήν τον κύριο φορέα παροχής φαρµακευτικής περίθαλψης.
Γιατί, αν θέλετε να πούµε τα πράγµατα όπως ακριβώς έχουν, δεν είναι µόνο οι υποχρεωτικές επιστροφές, τις οποίες η καινοτόµος βιοµηχανία «αναλαµβάνει». Είναι η κλινική και ακαδηµαϊκή έρευνα αλλά και το σύνολο της συνεχιζόµενης εκπαίδευσης των επαγγελµάτων Υγείας. Είναι η υποστήριξη των δράσεων των φορέων Υγείας και της κοινωνίας των πολιτών για την ενηµέρωση και την ευαισθητοποίηση του γενικού κοινού για την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη νόσων.
Είναι, ακόµη, η συνεργασία µε τους ίδιους τους φορείς παροχής υγείας του Εθνικού Συστήµατος Υγείας σε µια σειρά δράσεων προτυποποίησης και βελτιστοποίησης της λειτουργίας τους. Είναι, τέλος, και η επένδυση στη συνεχιζόµενη εξέλιξη του ανθρώπινου δυναµικού της ίδιας της βιοµηχανίας, το οποίο συνιστά ένα πραγµατικό κεφάλαιο για την οικονοµία της χώρας και λειτουργεί ως το µεγαλύτερο όχηµα του brain gain. Όλα αυτά συνθέτουν ένα πλέγµα προσφοράς, µε το οποίο είναι αυτονόητο ότι η καινοτόµος βιοµηχανία θέλει να συνεχίσει να ενισχύει τη χώρα.
Όµως, το πλέγµα αυτό δεν έχει αποτιµηθεί ούτε έχει αναγνωριστεί από την πολιτεία, µε εξαίρεση κάποια επένδυση στις κλινικές µελέτες και την επένδυση σε εγκαταστάσεις, οι οποίες συνεπάγονται κάποιες ελαφρύνσεις από τις υποχρεωτικές επιστροφές, µε τη µορφή, όµως, σταγόνας στον ωκεανό για τις καινοτόµες φαρµακευτικές βιοµηχανίες.
Θεωρείτε, λοιπόν, ότι στην καρδιά του προβλήµατος βρίσκεται µια αδυναµία υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών από την πλευρά της πολιτείας;
Οι αδυναµίες είναι πολλές και διογκούµενες. Αρχικά, το κοστούµι του προϋπολογισµού της νοσοκοµειακής φαρµακευτικής δαπάνης ορίστηκε το 2016 µε µια µεθοδολογία αναδροµικού υπολογισµού και δεν αναπροσαρµόστηκε παρά την, στο µεταξύ, κυκλοφορία πληθώρας καινοτόµων θεραπειών. Μερικές, µάλιστα, από αυτές είναι γονιδιακές ή κυτταρικές, οι οποίες προσφέρουν ελπίδα ίασης σε νόσους µε ιδιαίτερα φτωχή µέχρι σήµερα επιβίωση ή καταστροφικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Έτσι, το κοστούµι αυτό κατέληξε να είναι «βαφτιστικό».
Άρα, από τη µια ο προϋπολογισµός πραγµατικά δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληθυσµού. Και -µια παρένθεση- µιλάµε πάντα για θεραπείες µέσα στο νοσοκοµείο ή, έστω, άλλες καινοτόµες θεραπείες που χορηγούνται αποκλειστικά από τα φαρµακεία του ΕΟΠΥΥ, όπου περιορίζεται σηµαντικά ή, τέλος πάντων, ελέγχεται πλήρως από την πολιτεία η οποιαδήποτε πιθανότητα κακοδιαχείρισης.
Από την άλλη, τις αυξηµένες ανάγκες δεν συνόδευσε καµία συστηµατική προσπάθεια εξορθολογισµού της ζήτησης σε όλες τις περιοχές της νοσοκοµειακής φαρµακευτικής περίθαλψης, όπου αυτό είναι εφικτό, όπως οι διαγωνισµοί, που καθυστερούν και υπολείπονται του στόχου. Και, πιστέψτε µε, δεν θέλω να υπεισέλθω ούτε σε τεχνικές αναλύσεις ούτε σε νούµερα. Οι προτάσεις µας είναι κοστολογηµένες και κατατεθειµένες στο υπουργείο Υγείας, έχουν κοινοποιηθεί στο Γραφείο του Πρωθυπουργού και όλη η καινοτόµος βιοµηχανία είναι έτοιµη και πρόθυµη να βοηθήσει τόσο µε τεχνικά µέσα όσο και µε το δυναµικό της την πολιτεία, για να προχωρήσει στην υλοποίησή τους.
Όλα, όµως, εκκινούν από ένα βασικό σηµείο: όταν η ζήτηση ξεπερνά τη δυνατότητα κάλυψής της, µπορείς ή να διευρύνεις τη δυνατότητα κάλυψης, να αυξήσεις δηλαδή τον προϋπολογισµό, ή να περιορίσεις τη ζήτηση, δηλαδή, να προτεραιοποιήσεις τι θες και χρειάζεσαι περισσότερο και να προσπαθήσεις να εξοικονοµήσεις από εκεί που έχεις τη δυνατότητα όσα περισσότερα µπορείς, ώστε να αγοράσεις περισσότερα από αυτά που χρειάζεσαι. Ή, φυσικά, να συνδυάσεις τις δύο αυτές επιλογές και να τις διαβαθµίσεις ανάλογα µε τις δυνατότητές σου. ∆εν θα τα βάλεις όλα στην «προκρούστεια κλίνη» και όσο σου µείνει.
Απλά µαθήµατα οικιακής οικονοµίας, θα µου πείτε, αλλά αν δεν συµφωνήσουµε σε απλές, βασικές αρχές, δεν θα µπορέσουµε να επιδιώξουµε δοµικές µεταρρυθµίσεις. Θα µας λείπει πάντα το σηµείο αναφοράς από το οποίο µπορούµε να ξεκινούµε κάθε συζήτηση και έναντι του οποίου µπορούµε να επαληθεύουµε κάθε πρόθεση ή προσπάθειά µας. Να βλέπουµε αν είµαστε στον δρόµο τον σωστό. Γιατί στην παρούσα κατάσταση όλα είναι θέµα πολιτικής απόφασης:
Τι θέλει πραγµατικά να κάνει η πολιτεία για τη φαρµακευτική περίθαλψη και πόσα µπορεί -ρεαλιστικά, επί τη βάσει δεδοµένων- να δαπανήσει µε δικαιοσύνη, ίσες αποστάσεις από όλους και µε το µάτι στη βιωσιµότητα. Τα υπόλοιπα είναι θέµα υπολογισµών.
Η επίτευξη της βιωσιµότητας είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Με την κλιµατική κρίση να αλλάζει άρδην το επιδηµιολογικό και νοσολογικό προφίλ των ηπείρων, πώς θα διασφαλίσουµε ότι θα συνεχίσουµε να έχουµε πρόσβαση στις θεραπευτικές λύσεις του αύριο;
Θα σας απαντήσω µε δεδοµένα από τη δική µου εµπειρία. Ως γενικός διευθυντής της Gilead Sciences είχα την τιµή και τη χαρά να ηγούµαι µιας εταιρείας που ανέπτυξε και διέθεσε στα συστήµατα Υγείας, και στην Ελλάδα, την πρώτη θεραπεία σταθερού συνδυασµού για τον HIV, την πρώτη θεραπεία εκρίζωσης του ιού της ηπατίτιδας C και την πρώτη θεραπεία για την COVID-19, η οποία έχει, πλέον, καταστεί και ο χρυσός κανόνας στο σύνολο των κατευθυντήριων οδηγιών του κόσµου.
Και έχω την τύχη να παρακολουθώ καθηµερινά τα επιτεύγµατα της εταιρείας µου, αλλά και των άλλων καινοτόµων εταιρειών που αγωνίζονται να καλύψουν ανάγκες υγείας που επιµένουν να αφαιρούν χρόνια (καλής) ζωής από τον πληθυσµό της χώρας.
Όταν η συζήτηση διεθνώς έχει προχωρήσει -και το θέτετε εξαιρετικά στο πώς θα αντιµετωπίζουµε εκ νέου αναδυόµενες, ξεχασµένες, µεταδιδόµενες νόσους, πώς θα εξαλείψουµε εντελώς άλλες (όπως π.χ. ο HIV) και πώς θα νικήσουµε στον αγώνα µε τον χρόνο για την καθολική κάλυψη των αναγκών υγείας των πολιτών- η συζήτηση των ηµερών για το ποια φάρµακα θα µείνουν τελικά στη χώρα, ως πολίτη αυτής της χώρας πρώτα, σε καταρρακώνει.
Ξέρετε, αν κάτι θέλω να µείνει από τη συζήτησή µας αυτή είναι ότι η φαρµακευτική βιοµηχανία δεν «γκρινιάζει». Εκθέτει µε ρεαλισµό και δεδοµένα και όση φωνή τής έχει αποµείνει, µια πραγµατικότητα που στραγγαλίζει τη βιωσιµότητα ενός ιδιαίτερα κρίσιµου, παραγωγικού κλάδου, ο οποίος επιπλέον είναι ο µοναδικός µοχλός ανάπτυξης και προσφοράς λύσεων υγείας σε ένα αβέβαιο, από άποψη δηµόσιας υγείας, µέλλον. Για να προλάβουµε τα χειρότερα.