Η έλλειψη ποιοτικού ύπνου προάγει τον κίνδυνο για αυξημένο σάκχαρο και κατ’ επέκταση για διαβήτη. Αυτό που έχει παραμείνει μυστήριο, ωστόσο, είναι το γιατί.
Τώρα, νέα ευρήματα από μια ομάδα επιστημόνων του ύπνου στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, έρχονται ένα βήμα πιο κοντά στην απάντηση. Οι ερευνητές ανακάλυψαν έναν πιθανό μηχανισμό που εξηγεί πώς και γιατί τα εγκεφαλικά κύματα του βαθέως ύπνου (ύπνου REM) τη νύχτα μπορούν να ρυθμίσουν την ευαισθησία του σώματος στην ινσουλίνη, η οποία με τη σειρά της βελτιώνει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα την επόμενη μέρα.
«Αυτά τα συγχρονισμένα εγκεφαλικά κύματα λειτουργούν σαν το δάχτυλο που ρίχνει το πρώτο κομμάτι του ντόμινο για να ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση από τον εγκέφαλο μέχρι την καρδιά και στη συνέχεια να αλλάξει τη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα.
Συγκεκριμένα, ο συνδυασμός δύο εγκεφαλικών κυμάτων, που ονομάζονται υπνικές άτρακτοι και αργά εγκεφαλικά κύματα (Σ.Σ.: κύματα Δ), προβλέπει αύξηση της ευαισθησίας του σώματος στην ινσουλίνη, η οποία κατά συνέπεια μειώνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα», δήλωσε ο Matthew Walker, καθηγητής νευροεπιστήμης και ψυχολογίας στο UC Berkeley και πρώτος συγγραφέας της νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell Reports Medicine.
Το είδος ύπνου που συμβάλλει στον έλεγχο του σακχάρου
Ο βαθύς ύπνος «ηρεμεί» το νευρικό σύστημα και αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη. Οι ερευνητές του UC Berkeley εξέτασαν δεδομένα ύπνου σε μια ομάδα 600 ατόμων. Συμπέραναν, λοιπόν, ότι αυτή η συγκεκριμένη κατηγορία εγκεφαλικών κυμάτων συνέβαλε στον έλεγχο της γλυκόζης την επόμενη μέρα, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο και η διάρκεια και η ποιότητα του ύπνου.
Η αποκάλυψη των επιστημόνων θεωρείται συναρπαστική, καθώς ο ύπνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέρος μιας ανώδυνης συμπληρωματικής θεραπείας για άτομα με υψηλό σάκχαρο ή διαβήτη τύπου 2
Αρχικά, η επιστημονική ομάδα επιχείρησε να εξερευνήσει το μονοπάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει τη σύνδεση μεταξύ των εγκεφαλικών κυμάτων βαθέως ύπνου που στέλνουν σήμα προς το υπόλοιπο σώμα, προβλέποντας τελικά τη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η ισχυρότερη και συχνότερη σύζευξη των εγκεφαλικών κυμάτων σε βαθύ ύπνο προέβλεπε μια μετάβαση της κατάστασης του νευρικού συστήματος στην πιο ήρεμη διακλάδωση, που ονομάζεται παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα.
Στη συνέχεια, η ομάδα έστρεψε την προσοχή της στο τελευταίο βήμα, αυτό της ισορροπίας του σακχάρου στο αίμα. Οι ερευνητές ανακάλυψαν, ότι αυτή η μετάβαση στη διακλάδωση ηρεμίας του νευρικού συστήματος μέσω του βαθέως ύπνου προέβλεπε επιπλέον μια αυξημένη ευαισθησία του σώματος στην ορμόνη που ρυθμίζει τη γλυκόζη -την ινσουλίνη, η οποία καθοδηγεί τα κύτταρα να απορροφούν γλυκόζη από την κυκλοφορία του αίματος, αποτρέποντας την επιβλαβή αύξηση του σακχάρου στο αίμα.
Ο ύπνος ως συμπληρωματική θεραπεία σε άτομα με υψηλό σάκχαρο
Οι ερευνητές λένε ότι πρόκειται για μια συναρπαστική πρόοδο, επειδή ο ύπνος είναι ένας τροποποιήσιμος παράγοντας του τρόπου ζωής που θα μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί ως μέρος μιας ανώδυνης συμπληρωματικής θεραπείας για άτομα με υψηλό σάκχαρο ή διαβήτη τύπου 2.
Οι επιστήμονες, ωστόσο, σημείωσαν και ένα πρόσθετο όφελος. «Πέρα από την αποκάλυψη ενός νέου μηχανισμού, τα αποτελέσματά μας δείχνουν, επίσης, ότι αυτά τα εγκεφαλικά κύματα βαθέως ύπνου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ευαίσθητος δείκτης των επιπέδων σακχάρου στο αίμα την επόμενη μέρα. Προσθέτοντας τη θεραπευτική σημασία αυτής της νέας ανακάλυψης, τα ευρήματα προτείνουν και ένα νέο, μη επεμβατικό εργαλείο -τα εγκεφαλικά κύματα βαθέως ύπνου-για τη χαρτογράφηση και την πρόβλεψη του ελέγχου του σακχάρου στο αίμα», δήλωσε η Vyoma D. Shah, ερευνήτρια στο Walker’s Center for Human Sleep Science και μία εκ των συγγραφέων της μελέτης.