Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Reports, συγκρίνει τις επιπτώσεις μιας κετογονικής δίαιτας με τη μείωση της πρόσληψης ελεύθερων σακχάρων στην καρδιομεταβολική υγεία.
Περιορισμός των ελεύθερων σακχάρων
Πολλά σύγχρονα και φυσικά γλυκά τρόφιμα, περιέχουν ελεύθερα σάκχαρα, όπως η γλυκόζη και η φρουκτόζη. Ο περιορισμός των σακχάρων αυτών, σε λιγότερο από 5% της συνολικής πρόσληψης ενέργειας, μπορεί να μειώσει την πρόσληψη ενέργειας κατά 100 kcal/ημέρα.
Ωστόσο, δεν έχει αποδειχθεί ότι αυτή η προσέγγιση μειώνει τη λιπώδη μάζα. Προηγούμενη μελέτη, δεν εντόπισε καμία σημαντική αλλαγή στην ενεργειακή ισορροπία εντός 24 ωρών από τον περιορισμό των ελεύθερων σακχάρων.
Αυτή η απόκλιση, μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες στον ενεργειακό κύκλο ή σε ανακριβή αυτοαναφορά της πρόσληψης ενέργειας.
Περιορισμός υδατανθράκων
Η κετογονική δίαιτα, περιλαμβάνει τη μείωση της πρόσληψης υδατανθράκων, με σκοπό την απώλεια βάρους και την αλλαγή του μεταβολισμού. Αυτές οι επιδράσεις, αποδίδονται στην ηπατική παραγωγή κετονικών σωμάτων ως καύσιμο, για τους περιφερικούς ιστούς.
Προηγούμενες μελέτες υποδηλώνουν, ότι η κετογονική δίαιτα μειώνει τα επίπεδα της ενεργειακής δαπάνης φυσικής δραστηριότητας (PAEE), σε σύγκριση με μία δίαιτα υψηλή σε υδατάνθρακες. Ωστόσο, παραμένει ασαφές πώς η κετογονική δίαιτα επηρεάζει τον ενεργειακό κύκλο και την καρδιομεταβολική υγεία.
Ο μεταβολισμός της ενέργειας στους σκελετικούς μυς και τον λιπώδη ιστό, μπορεί να επηρεαστεί από τη φυσική δραστηριότητα και τη διατροφή. Το εντερικό μικροβίωμα, το οποίο παράγει λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (SCFAs), συμβάλλει επίσης στη ρύθμιση των περιφερικών ιστών σε περιόδους νηστείας.
Πώς διεξήχθη η μελέτη
Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές χώρισαν με τυχαίο τρόπο 60 υγιείς ενήλικες, σε αυτούς που θα ακολουθούσαν κετογονική ή δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε ελεύθερα σάκχαρα για 12 εβδομάδες. Σε μία τρίτη ομάδα ελέγχου, επετράπη να καταναλώνει μέτριες ποσότητες σακχάρου.
Οι ομάδες της κετογονικής δίαιτας και της δίαιτας με χαμηλή περιεκτικότητα σε ελεύθερα σάκχαρα, ανέφεραν ότι κατανάλωναν λιγότερο από 8% και 5% της συνολικής ενέργειας ως υδατάνθρακες, αντίστοιχα. Στην ομάδα μέτριας πρόσληψης σακχάρων, το 18% της ενέργειας προήλθε από ελεύθερα σάκχαρα.
Σε 12 εβδομάδες, οι συμμετέχοντες της μελέτης και στις δύο ομάδες δίαιτας, έχασαν λιπώδη μάζα λόγω χαμηλότερης πρόσληψης ενέργειας. Το PAEE δεν μειώθηκε σε καμία από τις δύο ομάδες.
Η ομάδα χαμηλής περιεκτικότητας σε ελεύθερα σάκχαρα είχε μειωμένη συνολική πρόσληψη ενέργειας, ολική χοληστερόλη και χοληστερόλη χαμηλής πυκνότητας (LDL-C) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Σε μεταγευματικές καταστάσεις και σε καταστάσεις νηστείας, η ομάδα κετογονικής δίαιτας είχε μειωμένο ρυθμό ανταλλαγής αναπνευστικών αερίων (RER), γεγονός που υποδεικνύει χαμηλότερη διάσπαση υδατανθράκων για ενέργεια.
Τα επίπεδα της γλυκόζης νηστείας, μειώθηκαν στην κετογονική ομάδα στις τέσσερις εβδομάδες, για να επιστρέψουν τελικά στα βασικά επίπεδα στις 12 εβδομάδες. Η ανοχή στη γλυκόζη, επιδεινώθηκε και στα δύο χρονικά σημεία.
Οι λιποπρωτεΐνες που περιέχουν απολιποπρωτεΐνη Β, είναι υπεύθυνες για την αυξημένο κίνδυνο αθηροσκλήρωσης με υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης. Αν και τα επίπεδα απολιποπρωτεΐνης Β αυξήθηκαν στην κετογονική ομάδα, δεν παρατηρήθηκε καμία αλλαγή στα επίπεδα ολικής, LDL ή HDL χοληστερόλης κατά την 12η εβδομάδα.
Στην κετογονική ομάδα, χρησιμοποιήθηκαν χαμηλότερες συγκεντρώσεις αμινοξέων (AAs) για τη σύνθεση γλυκόζης και παρατηρήθηκαν υψηλότερα επίπεδα αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας. Ο μεταβολισμός των σκελετικών μυών και του λιπώδους ιστού μετατοπίστηκε, υποδεικνύοντας μειωμένη πρόσληψη γλυκόζης από τους σκελετικούς μύες μετά από το γεύμα.
Η κετογονική ομάδα, παρουσίασε επίσης υψηλότερα επίπεδα της CRP πρωτεΐνης, ενός δείκτη φλεγμονής την 4η εβδομάδα. Τα επίπεδα των μη εστεροποιημένων (ελεύθερων) λιπαρών οξέων (NEFA), αυξήθηκαν επίσης μετά τα γεύματα, γεγονός που υποδεικνύει ότι η λιπόλυση, παρέχει ελεύθερα λιπαρά οξέα σαν καύσιμο για ενέργεια, σε άτομα που ακολουθούν κετογονική δίαιτα.
Οι αλλαγές αυτές δεν παρατηρήθηκαν έως την 12η εβδομάδα, παρά το γεγονός ότι αυτά τα άτομα συνέχισαν να παρουσιάζουν κέτωση, καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης.
Παρατηρήθηκε επίσης μια μετατόπιση του εντερικού μικροβιώματος στην κετογονική ομάδα, με αυξημένη επικράτηση του Bifidobacterium adolescentis και του Planococcus. Και οι δύο ομάδες δίαιτας, ανέφεραν αυξημένη επιθυμία για γλυκά έως την 12η εβδομάδα, σε σύγκριση με την αρχική κατάσταση.
Συμπεράσματα της μελέτης
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων ή ελεύθερων σακχάρων, διατηρεί το PAEE σε υγιείς ενήλικες. Αντίθετα, έχει αναφερθεί μείωση του PAEE, μετά την παράλειψη του πρωινού ή τη νηστεία κάθε δεύτερη μέρα, πιθανόν λόγω της απουσίας πρόσληψης ενέργειας.
Η μείωση της πρόσληψης των ελεύθερων σακχάρων κατά 1%, προκάλεσε μείωση της πρόσληψης ενέργειας κατά 14 kcal/ημέρα. Ωστόσο, οι αντικειμενικές μετρήσεις δείχνουν ότι η μείωση της πρόσληψης ενέργειας μπορεί να είναι πιο σημαντική, περίπου στις 17 kcal/ημέρα.
Στην παρούσα μελέτη, η μειωμένη πρόσληψη ενέργειας οδήγησε σε μείωση της λιπώδους και της συνολικής μάζας σώματος, γεγονός που υποδεικνύει ότι αυτές οι διαιτητικές παρεμβάσεις, αποτελούν αποτελεσματικές μακροπρόθεσμες στρατηγικές απώλειας βάρους.
Ωστόσο, η κετογονική δίαιτα είχε μόνο μετατοπίσεις του εντερικού μικροβιώματος και δυσμενείς μεταβολικές αλλαγές σε περιφερειακό και ολικό επίπεδο. Έτσι, η μείωση της πρόσληψης των ελεύθερων σακχάρων, μπορεί να αποτελεί μια βέλτιστη διαιτητική προσέγγιση για την καρδιομεταβολική υγεία.