Η νέα ηγεσία του υπουργείου υγείας θα πρέπει να εστιάσει σε τρεις βασικές προτεραιότητες για την ΠΦΥ, αναφέρει στο oloygeia.gr ο Χρήστος Λιονής, Ομότιμος Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Πανεπιστημίου Κρήτης.
Δύσκολο εγχείρημα έχει αποδειχθεί διαχρονικά για την Ελλάδα η ανάπτυξη Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), παρά την ομόφωνη εκτίμηση πολιτικών και επιστημόνων για το σημαντικό ρόλο της στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας.
Η τελευταία προσπάθεια ξεκίνησε πριν από περίπου ένα χρόνο με τον προσωπικό γιατρό και σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό του υπουργείου Υγείας, ο θεσμός θα έμπαινε σε πλήρη εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2023, κάτι που ακόμα αναμένεται. Στην πορεία έγιναν πολλές παρεμβάσεις, τόσο για την προσέλκυση ιδιωτών γιατρών στο σύστημα όσο και για την εγγραφή των πολιτών. Παρά τις προσπάθειες ο αριθμός των γιατρών που εντάχθηκαν ήταν πολύ μικρότερος του αναμενόμενου, και κατά συνέπεια, ακόμη και οι πολίτες που ήθελαν να έχουν προσωπικό γιατρό, δεν έβρισκαν διαθέσιμο στην περιοχή τους για να κάνουν εγγραφή.
Τα στοιχεία μέχρι σήμερα
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία από την επίσημη ιστοσελίδα του προσωπικού γιατρού, το 45,3% των πολιτών παραμένει μέχρι σήμερα μη εγγεγραμμένο. Έχει εγγραφεί το 54,7%, δηλαδή 4.853.821 πολίτες. Ουσιαστικά το ποσοστό παραμένει αμετάβλητο τους τελευταίους μήνες και το ίδιο ισχύει και για τον αριθμό των εγγεγραμμένων ιδιωτών γιατρών.
Το σύνολο των προσωπικών γιατρών είναι 3.428, εκ των οποίων οι προσωπικοί γιατροί που εργάζονται σε δομές ΠΦΥ είναι 2239 και οι ελεύθεροι επαγγελματίες 1.189. Όπως έχει επισημανθεί από το υπουργείο υγείας για να λειτουργήσει κανονικά ο θεσμός του προσωπικού γιατρού απαιτούνται περίπου 5.000 γιατροί. Σύμφωνα με πληροφορίες εξετάζεται το ενδεχόμενο επιπλέον κινήτρων στους γιατρούς για να συμμετάσχουν στο σύστημα, ώστε να διασφαλιστεί επαρκής αριθμός προσωπικών γιατρών, για τους πολίτες σε όλη την Ελλάδα.
Το oloygeia.gr απευθύνθηκε σε έναν επιστήμονα με βαθιά γνώση των ζητημάτων ΠΦΥ, τον Χρήστο Λιονή, Ομότιμο Καθηγητή Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Πανεπιστημίου Κρήτης.
Οι προτεραιότητες για την μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ
Στις προτεραιότητες που θα πρέπει να διαχειριστεί η νέα ηγεσία του υπουργείου υγείας για την ΠΦΥ αναφέρεται ο κ. Λιονής, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα για τη διαμόρφωση μιας διεπιστημονικής ομάδας, που με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, που δυστυχώς στη χώρα μας δεν είναι πολλά, θα αναπτύξει μετρήσιμους δείκτες στην κατεύθυνση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής στις αρχές και στις μεθοδολογίες που έχει διατυπώσει και προτείνει ο ΠΟΥ στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ως πρώτη προτεραιότητα προτείνεται ο συντονισμός και η διασύνδεση των υπηρεσιών υγείας και φροντίδας. «Αποφεύγω τον όρο ενιαιοποίηση, απαρτίωση η ολοκλήρωση, αντίστοιχα με τον αγγλικό όρο integration που θα πρέπει με όρους λειτουργίας να αποτελέσει τον κύριο στόχο πολιτικής υγείας στα επόμενα χρόνια. Ο συντονισμός και η διασύνδεση θα πρέπει να συμπεριλάβει τόσο τις υπηρεσίες που εποπτεύονταν από τα διάφορα υπουργεία (Υγείας, Εργασίας και Εσωτερικών), ανεξαρτήτως εάν αυτές παρέχονται στο Δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, καθώς και αυτές που παρέχονται από μη κυβερνητικούς οργανισμούς. Ο κύριος στόχος αυτού του μέτρου πρέπει να είναι η μείωση των ανισοτήτων και η στήριξη των ευάλωτων προσώπων και οικογενειών. Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου σε επιλεγμένες διοικητικές περιφέρειες με αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των δράσεων που θα αναληφθούν, θα συμβάλλει στην συζήτηση για την μελλοντική επέκταση στο επίπεδο της επικρατείας».
Η δεύτερη προτεραιότητα, ως συνέχεια της πρώτης, αφορά στην ανάγνωση, αναγνώριση και προσδιορισμό των αναγκών υγείας και φροντίδας του πληθυσμού ανά υγειονομική περιφέρεια: «Ένα μέτρο που προϋποθέτει την ανάπτυξη υποδομής, καταγραφής και ανάλυσης της πληροφορίας σχετικής με την υγεία, συμπεριλαμβάνοντας αρχεία νοσηρότητας και θνησιμότητας. Η υλοποίηση του μέτρου αυτού θα συμβάλλει στην ανάπτυξη συμβολαιακών πρακτικών στη χώρα μας, όπως με τους προσωπικούς γιατρούς, και θα συμβάλλει ουσιαστικά στην αξιολόγηση και βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας».
Η τρίτη προτεραιότητα αφορά «στην επένδυση στην εκπαίδευση, εντατική και συνεχιζόμενη όλων των επαγγελμάτων υγείας, με έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων επικοινωνίας, προαγωγής της υγείας και πρόληψης της νόσου, στοχεύοντας στην αλλαγή της συμπεριφοράς και την μείωση του φορτίου από τα χρόνια νοσήματα. Η συνέχιση της δράσης που ήδη έχει αναληφθεί από το υπουργείο υγείας στο πλαίσιο του RRF θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη και η ανάπτυξη ενός κέντρου συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και τεκμηρίωσης θα συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή».
Ο κ. Λιονής , ως συνέχεια των παραπάνω, παραθέτει δύο ακόμα δράσεις «υψηλής και άμεσης προτεραιότητας, που αφορούν στην παροχή ολοκληρωμένης φροντίδας των ηλικιωμένων και αναπήρων στο σπίτι με εστίαση στην ανακούφιση του πόνου και στην αξιοπρέπειά τους ιδιαίτερα στο τέλος της ζωής. Φυσικά η κύρια προσπάθεια θα πρέπει να εστιάζεται στη στρατηγική «Υγιή και Ενεργά Γηρατειά» που δυστυχώς δεν έφθασε τους επιθυμητούς στόχους τους, αλλά και στο να καθιερωθεί ως πρακτική, αντίληψη και κουλτούρα μέσα στην κοινωνία».
Τα μέτρα που συμπεριλήφθηκαν στις δύο πρώτες προτεραιότητες, και ιδιαίτερα η λειτουργική διασύνδεση των υπηρεσιών υγείας και φροντίδας, με τη συμμετοχή της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, ο κ. Λιονής εκτιμά ότι, θα συμβάλλουν σημαντικά στην κατεύθυνση ολοκληρωμένης στρατηγικής για την ΠΦΥ. Η εκπαίδευση και υποστήριξη των τυπικών και άτυπων φροντιστών θα πρέπει να συνοδεύσει όλα τα παραπάνω μέτρα και να αποτελέσει μια ουσιαστική πηγή υποστήριξης ασθενών με εξελισσόμενα νοσήματα και πηγή ανακούφισης των οικογενειών τους και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων.
Τέλος, η ουσιαστική διασύνδεση του τομέα υγείας και ιδιαίτερα των υπηρεσιών ΠΦΥ με τον τομέα παιδείας και το σχολείο (εκπαιδευτικοί και σχολικοί νοσηλευτές) θα προωθήσει ουσιαστικά την ανάπτυξη μιας νέας κουλτούρας και αντίληψης για την υγεία και την προαγωγή της.
Η υιοθέτηση όλων των προτεραιοτήτων αυτών και των μέτρων που συνεπάγονται, απαιτούν ένα συνεχή και τεκμηριωμένο διάλογο μεταξύ των πολιτικών και επιστημονικών φορέων, που φαίνεται να είναι επιτακτική σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων και παγκόσμιας αβεβαιότητας, καταλήγει ο κ. Λιονής.