Η πρόσφατη ανακοίνωση του ΕΟΔΥ για ομαδικά κρούσματα ιώσεων σε παιδιά του ίδιου Παιδικού Σταθμού και το θάνατο ενός παιδιού από μυοκαρδίτιδα επαναφέρει στο προσκήνιο το επίκαιρο πρόβλημα των ιογενών λοιμώξεων της παιδικής ηλικίας.
Αναλύοντας τα δεδομένα του ΕΟΔΥ φαίνεται ότι κυριαρχεί ο παρβοϊός, όμως η (συμ)παρουσία κι άλλων ιών (ρινοϊοί, εντεροϊοί) μας ωθεί να δούμε το πρόβλημα πιο σφαιρικά κι από πολλές πλευρές.
Ο ρόλος των εμβολίων
Πρώτον από την πλευρά των εμβολίων. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλα τα παιδιά θα πρέπει να κάνουν όλα τα εμβόλια και στον κατάλληλο χρόνο, σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών.
Σ’ αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε τον εμβολιασμό των εγκύων και των επιτόκων, για την προστασία των ιδίων αλλά και των εμβρύων – νεογνών, σύμφωνα πάντα με το πρόγραμμα εμβολιασμού των ενηλίκων.
Επειδή όμως εμβόλια δεν υπάρχουν για όλους τους ιούς, οφείλουμε να λάβουμε και άλλα μέτρα με σκοπό την πρόληψη των ιώσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία μας έμαθε πολλά, αρκεί να μην τα ξεχάσουμε γρήγορα…
Πρόληψη και προφύλαξη από τη μετάδοση ιώσεων
Άρα κι έτσι περνάμε στο δεύτερο σοβαρό θέμα, αυτό της πρόληψης και της προφύλαξης από τη μετάδοση των ιώσεων. Αποτελεί χρέος κι ευθύνη των εκπαιδευτικών να φροντίζουν για την υγιεινή και την καθαριότητα των μαθητών, που ταυτόχρονα τα προστατεύει και τα διδάσκει…
Επειδή κανείς σήμερα δε διανοείται να στείλει ένα παιδί στον παιδικό σταθμό, στο νηπιαγωγείο, στο δημοτικό κλπ με μάσκα, θα πρέπει οι γονείς να κρατήσουν στο σπίτι το παιδί που παρουσιάζει έστω κι αρχόμενα συμπτώματα ιώσεως (πχ πυρετό, βήχα, καταρροή, διάρροια, κακουχία, εξάνθημα) ή όταν κάποιος από την οικογένεια παρουσιάζει ανάλογα συμπτώματα.
Από την άλλη μεριά, στο σχολικό περιβάλλον οι εκπαιδευτικοί, αν δουν ένα παιδί «να μην είναι καλά», οφείλουν να μην το παραβλέψουν!
Κατ’ αρχάς για το ίδιο το πάσχον παιδί, γιατί ο χρόνος πάντα παίζει το ρόλο του. Αν λοιπόν δουν ένα παιδί με κάποιο ή κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα ή απλά «δεν είναι καλά» ή κοιμάται στην τάξη, οφείλουν άμεσα να καλέσουν τους γονείς. Έτσι και το ίδιο το παιδί βοηθούν και τα υπόλοιπα παιδιά προστατεύουν.
Τρίτον, οι γονείς στη συνέχεια θα πρέπει να επικοινωνήσουν με τον Παιδίατρο τους, ο οποίος θα αξιολογήσει πλέον τη σοβαρότητα του προβλήματος.
Τι χαρακτηριστικά έχει ο παρβοϊός και τι πρέπει να προσέχουν γονείς και παιδίατροι
Κατ’ αρχάς κι όσον αφορά ειδικά τον παρβοϊό, που προκάλεσε το συναγερμό κι είναι υπεύθυνος για το λοιμώδες ερύθημα (ή 5η νόσο μετά την ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα, οστρακιά), έχει ένα χαρακτηριστικό εξάνθημα (ερύθημα στα μάγουλα), που όμως εμφανίζεται καθυστερημένα. Γι’ αυτό γονείς και Παιδίατροι θα πρέπει άλλα σημάδια να αναζητούν, με κριτήριο να προλάβουν κάποια σοβαρή εξέλιξη.
Ο Παιδίατρος οφείλει πάντα να δίνει βάρος σε αυτά που λέει η μητέρα, όταν του λέει «γιατρέ μου, το παιδί μου δεν είναι καλά ή το παιδί μου δεν ήταν έτσι…»
Ο ίδιος από την κλινική εξέταση θα αναζητήσει τα σημεία της σοβαρότερης νόσησης. Η ταχύπνοια σ’ ένα παιδί χωρίς πυρετό ή χωρίς σημεία αναπνευστικής δυσχέρειας (απουσία μεγάλης προσπάθειας αναπνοής), εισολκών, αναπέτασης ρινός, σιγμού ή συριγμού απομακρύνει από την αναπνευστική αιτιολογία.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, αν το παιδί είναι κυανωτικό ή ωχρό, η σκέψη θα πρέπει να πάει περισσότερο προς την καρδιακή αιτιολογία (πολύ περισσότερο αν έχει επιμένουσα ταχυκαρδία). Κι εδώ εντάσσεται η πιθανότητα της μυοκαρδίτιδας, που επιπλέκει κάποιες ιογενείς λοιμώξεις, όπως και την πρόσφατη λοίμωξη από τον παρβοϊό.
Αν αντίθετα το παιδί είναι ροδαλό οφείλουμε οπωσδήποτε να αποκλείσουμε την έναρξη ενός σακχαρώδη διαβήτη, που συχνά εμφανίζεται και μετά από μια ιογενή λοίμωξη.
Δυστυχώς είμαι υποχρεωμένος να πω ότι στα πολύ μικρά παιδιά, αν κι ευτυχώς σπάνιο, κι ανάλογα με το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, θα πρέπει πάντα να αποκλείουμε το ενδεχόμενο παραμέλησης ή κακοποίησης.
Και πού θα νοσηλευθεί ένα παιδί με σοβαρή ιογενή λοίμωξη, η οποία κάποιες φορές επιπλέκεται από μικροβιακή επιλοίμωξη;
Προφανώς στην Παιδιατρική Κλινική. Κι αν η κατάσταση του επιδεινωθεί; Στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, που δυστυχώς ακόμη λείπει από τα τρία Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία Αλεξανδρούπολης, Ιωαννίνων και Λάρισας!