Το υπουργείο Υγείας εκπόνησε σχέδιο δράσης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού του Δυτικού Νείλου, ο οποίος πλέον έχει εγκατασταθεί και στη χώρα μας, όπως και σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη.
Σχέδιο δράσης για τη λοίμωξη από τον ιό του Δυτικού Νείλου εκπονήθηκε από τα μέλη της «Επιτροπής για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση των Τροπικών Νοσημάτων» και της «Ομάδας Εργασίας για τον καθορισμό των επηρεαζόμενων περιοχών (affected areas) από τα νοσήματα που μεταδίδονται με Διαβιβαστές».
Στόχος του σχεδίου είναι η προστασία της δημόσιας υγείας και συγκεκριμένα η πρόληψη της νόσησης από τον ιό του Δυτικού Νείλου, που μεταδίδεται με τους διαβιβαστές (κουνούπια ) στον άνθρωπο, καθώς και ο περιορισμός ενδεχόμενων εξάρσεων κρουσμάτων του ιού σε περιοχές της χώρας μας.
Ο ιός του Δυτικού Νείλου έχει πλέον εγκατασταθεί στην Ελλάδα
Κρούσματα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου (ΙΔΝ) σε ανθρώπους και ζώα έχουν καταγραφεί κατά τα έτη 2010 –2023 σε διάφορες περιοχές από όλες σχεδόν τις Περιφέρειες της χώρας μας.
Οι παραπάνω καταγραφές υποδηλώνουν ότι ο ιός του Δυτικού Νείλου έχει πλέον εγκατασταθεί (και) στη χώρα μας, όπως και σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη. Ως εκ τούτου, είναι αναμενόμενη η επανεμφάνιση περιστατικών λοίμωξης από τον ιό τα επόμενα έτη, τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα κατά την εποχή που τα κουνούπια είναι δραστήρια.
Σκοπός του σχεδίου ο περιορισμός της εξάπλωσης του ιού
Οι επιστήμονες αφού λάβανε υπόψη τους τα επιδημιολογικά και εντομολογικά στοιχεία της χώρας μας κατά τα τελευταία έτη, καθώς και τα τρέχοντα επιστημονικά δεδομένα και τις καλές πρακτικές άλλων χωρών, προχώρησαν στο σχέδιο δράσης για τη λοίμωξη από τον ιό του Δυτικού Νείλου.
Σκοπός του σχεδίου είναι η υποστήριξη, προετοιμασία και απόκριση των αρμοδίων φορέων, με τη συστηματική και έκτακτη εφαρμογή δράσεων πρόληψης και ελέγχου των εποχικών εξάρσεων του ιού του Δυτικού Νείλου στην Ελλάδα, προκειμένου να ενεργήσουν άμεσα, συντεταγμένα και αποτελεσματικά με απώτερο σκοπό τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και της έκθεσης των ανθρώπων σ’ αυτόν.
Το σχέδιο συμπληρώνει την ετήσια εγκύκλιο αναφορικά με τα προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης των κουνουπιών, σχέδιο δράσης, σχετική ενημέρωση και προφύλαξη του κοινού και η τήρησή του είναι απαραίτητη κατά τον σχεδιασμό σχετικών δράσεων, ενεργειών, διαδικασιών και προγραμμάτων.
Κατά τη διάρκεια των περιόδων κυκλοφορίας του ιού του Δυτικού Νείλου , διενεργείται από το προσωπικό του ΕΟΔΥ ενισχυμένη επιδημιολογική επιτήρηση της λοίμωξης σε ανθρώπους και τα δεδομένα κοινοποιούνται άμεσα στους αρμόδιους φορείς δημόσιας υγείας, ενώ περαιτέρω ανάλυση δεδομένων και αναφορά των δεικτών επιτήρησης των ανθρωπίνων κρουσμάτων γίνεται από το προσωπικό του ΕΟΔΥ εβδομαδιαίως και τα επιδημιολογικά δεδομένα δημοσιεύονται σε εβδομαδιαίες εκθέσεις επιδημιολογικής επιτήρησης του ΕΟΔΥ.
Με βάση τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) , αλλά και άλλων διεθνών οργανισμών, η αντιμετώπιση των κουνουπιών – διαβιβαστών του ιού του Δυτικού Νείλου αποτελεί βασικό πυλώνα στη διαχείριση της λοίμωξης από τον παραπάνω ιό σε ανθρώπους και ζώα.
Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει
τα βασικά στοιχεία της επιτήρησης της λοίμωξης/παρουσίας του ιού του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους, ιπποειδή, πτηνά και κουνούπια
την εκτίμηση κινδύνου – κατάταξη περιοχών σε Επίπεδα Κινδύνου και τις προτεινόμενες παρεμβάσεις με βάση την εκτίμηση του κινδύνου
την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων διαχείρισης
Η διαχείριση των κουνουπιών – διαβιβαστών του ιού του Δυτικού Νείλου πρέπει να βασίζεται στη λεπτομερή επιτήρηση, παρακολούθηση και αποτύπωση των πληθυσμών τους και στην ανίχνευση μολυσμένων από ιό του Δυτικού Νείλου κουνουπιών, με τυποποιημένες εργαστηριακές μεθόδους.
Ο ιός του Δυτικού Νείλου μπορεί να εισαχθεί σε μία περιοχή μέσω αποδημητικών πτηνών, διατηρείται στη φύση με την κυκλοφορία μεταξύ πτηνών και κουνουπιών και πολλαπλασιάζεται σε πολυάριθμα είδη πτηνών και κουνουπιών. Ο αρχικός κύκλος μετάδοσης προηγείται χρονικά της μετάδοσης του ιού στους ανθρώπους μέσω των κουνουπιών.
Για την αποτελεσματική διαχείριση των διαβιβαστών πρέπει να οριοθετηθούν και να καθορισθούν οι περιοχές «αυξημένου κινδύνου» και να γίνει εφαρμογή μιας σειράς δράσεων, που στοχεύουν τόσο στη μείωση της πυκνότητας του πληθυσμού των διαβιβαστών, όσο και στην αποτροπή της μελλοντικής αύξησης του πληθυσμού τους.