Θα μπορούσαν ορισμένα γονίδια να εξηγήσουν γιατί η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αναπτυξιακών και μεταβολικών προβλημάτων στα παιδιά; Ερευνητές εντόπισαν γενετικούς παράγοντες που ίσως αποκαλύπτουν πώς επηρεάζεται η ανάπτυξη των παιδιών.
Οι υποβοηθούμενες αναπαραγωγικές τεχνολογίες (ART), όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF), ενδέχεται να επηρεάζουν την επιγενετική του πλακούντα, καθώς αυξανουν ελαφρώς τον κίνδυνο για ορισμένες επιπτώσεις στην υγεία των μωρών.
Μέχρι σήμερα, οι τεχνικές και οι τεχνολογίες της εξωσωματικής γονιμοποίησης έχουν συμβάλει στο να συλληφθούν και να γεννηθούν πάνω από 10 εκατομμύρια μωρά παγκοσμίως. Αυτές οι τεχνολογίες θεωρούνται ασφαλείς, αλλά σε σύγκριση με τη φυσική σύλληψη, μπορεί να γεννηθούν παιδιά με χαμηλότερο βάρος γέννησης και ορισμένες καρδιαγγειακές και μεταβολικές διαταραχές.
Γέννησε η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που έμεινε έγκυος μετά από καρκίνο και μεταμόσχευση ωοθηκών
Μελέτες δείχνουν επίσης ότι τα παιδιά που έχουν συλληφθεί με τεχνολογίες ART μπορεί να εμφανίζουν διαταραχές στην επιγενετική τους — δηλαδή στα χημικά σημάδια που βρίσκονται πάνω στο DNA και ρυθμίζουν τα γονίδια. Τώρα, μια πρωτοποριακή μελέτη εξετάζει πιο προσεκτικά πώς η επιγενετική και η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη των παιδιών.
Στη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Communications Medicine, οι ερευνητές ανέλυσαν το DNA και τους επιγενετικούς δείκτες σε ιστούς του πλακούντα από διάφορους τύπους σύλληψης με εξωσωματική γονιμοποίηση. Διαπίστωσαν ότι ορισμένες διαδικασίες εξωσωματικής μεταβάλλουν περισσότερο τη γονιδιακή δραστηριότητα από άλλες και εντόπισαν συγκεκριμένα γονίδια που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις επιπτώσεις της εξωσωματικής στα μωρά.
«Καθώς η χρήση των ART αυξάνεται παγκοσμίως, είναι αναγκαία περισσότερη γνώση σχετικά με τις πιθανές επιδράσεις των διαφορετικών διαδικασιών ART», δήλωσε η Siri Eldevik Håberg, Νορβηγή ερευνήτρια δημόσιας υγείας στο Norwegian Institute of Public Health, σύμφωνα με το Live Science.
«Ο εντοπισμός των ασφαλέστερων διαδικασιών για τον πλακούντα, την εγκυμοσύνη και το έμβρυο είναι ζωτικής σημασίας για να βελτιώσουμε τη φροντίδα των ζευγαριών που υποβάλλονται σε θεραπείες γονιμότητας», πρόσθεσε η Haberg, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Η επιγενετική της εξωσωματικής γονιμοποίησης
Για να διερευνήσουν τη γενετική των παιδιών που συλλαμβάνονται με εξωσωματική γονιμοποίηση, οι πρόσφατες μελέτες χρησιμοποιούν κυρίως αίμα από τον ομφάλιο λώρο, καθώς είναι εύκολο να ληφθεί κατά τη γέννηση. Ωστόσο, η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Nina Kaminen-Ahola, Φινλανδή ερευνήτρια γενετικής και επιγενετικής στο University of Helsinki, προτίμησε να χρησιμοποιήσει δείγματα που προσφέρουν πληροφορίες για την πρώιμη ανάπτυξη.
«Πιστεύω ότι ο πλακούντας είναι ένας πολύ χρήσιμος ιστός αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στην αρχή της εγκυμοσύνης, στην αρχή της ανάπτυξης του εμβρύου», δήλωσε η Kaminen-Ahola σύμφωνα με το Live Science. Ωστόσο, η συλλογή αυτών των δειγμάτων αποδείχθηκε δύσκολη.
«Ήμασταν σε ετοιμότητα συνεχώς», είπε η Kaminen-Ahola. «Μας καλούσαν από το νοσοκομείο και τότε πηγαίναμε αμέσως». Χρειάστηκαν 10 χρόνια για να μπορέσει η ομάδα να συγκεντρώσει όλα τα δείγματα που δωρίστηκαν για τη μελέτη και να πραγματοποιήσει τα πειράματα.
Συνολικά, συλλέχθηκαν δείγματα από 80 πλακούντες από εγκυμοσύνες που επιτεύχθηκαν με υποβοηθούμενες αναπαραγωγικές τεχνολογίες και 77 δείγματα από φυσικές εγκυμοσύνες. Η μελέτη εξέτασε δύο τεχνικές ART: την εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF), όπου το σπέρμα τοποθετείται σε εργαστηριακό δοχείο με το ωάριο, και την ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI), όπου ένα σπερματοζωάριο εγχέεται απευθείας στο ωάριο.
Η ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI) γενικά θεωρείται τύπος της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF). Αυτές οι δύο τεχνικές μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε με κύτταρα (ωάρια, σπερματοζωάρια, ζυγωτά) που έχουν καταψυχθεί είτε με κύτταρα που δεν έχουν καταψυχθεί.
Η ανάλυση περιλάμβανε επίσης δείγματα από πλακούντα από ζευγάρια που επρόκειτο να ξεκινήσουν ART αλλά τελικά συνέλαβαν φυσικά. Αυτό διασφάλισε ότι οι επιγενετικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν σχετίζονταν όντως με τις ART και όχι με προβλήματα γονιμότητας.
Τι ανακάλυψαν οι ερευνητές
Η ομάδα διαπίστωσε ότι τα έμβρυα που δεν είχαν καταψυχθεί παρουσίαζαν μεγαλύτερες αλλαγές στην έκφραση των γονιδίων σε σύγκριση με τα έμβρυα που είχαν καταψυχθεί. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι τα έμβρυα που δεν είχαν καταψυχθεί εκτίθενται σε ορμόνες σε ένα κρίσιμο στάδιο της ανάπτυξης, όταν σχηματίζονται οι επιγενετικοί δείκτες.
Επιπλέον, τα έμβρυα που δεν είχαν καταψυχθεί σχετίζονται πιο έντονα με μικρότερους πλακούντες και αλλαγές στην ανάπτυξη των νεογνών, και οι διαφορές στην έκφραση των γονιδίων ίσως εξηγούν το γιατί, σύμφωνα με τους ερευνητές. Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι οι πλακούντες που προέκυψαν μέσω της ενδοκυτταροπλασματικής έγχυσης σπερματοζωαρίου (ICSI) παρουσίαζαν πολλές γενετικές αλλοιώσεις που συνδέονται με προβλήματα γονιμότητας στους άνδρες.
Αυτή η διαπίστωση είναι λογική, καθώς η ICSI χρησιμοποιείται συνήθως όταν ο άνδρας αντιμετωπίζει προβλήματα γονιμότητας. Τέλος, η μελέτη εντόπισε τρία γονίδια — τα TRIM28, NOTCH3 και DLK1 — τα οποία εκφράζονταν διαφορετικά στους πλακούντες από έμβρυα που δεν καταψυχθηκαν σε σύγκριση με εκείνους από έμβρυα που καταψύχθηκαν και φυσικές εγκυμοσύνες.
Η δραστηριότητα αυτών των γονιδίων συσχετίστηκε με διαφορές στο βάρος και το μήκος γέννησης σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου. Το TRIM28 είναι σημαντικό για την εμφύτευση του εμβρύου και ρυθμίζει επίσης τους επιγενετικούς δείκτες. Το DLK1 έχει συσχετιστεί με τη στειρότητα, το χαμηλό βάρος γέννησης και την ανάπτυξη του πλακούντα, και ενδέχεται να ρυθμίζεται από το TRIM28.
Τα TRIM28 και NOTCH3 ίσως συνεργάζονται για τον σχηματισμό αιμοφόρων αγγείων — ένα σημαντικό βήμα στη δημιουργία του πλακούντα και την ανάπτυξη του εμβρύου. Οι αλλαγές σε αυτά τα γονίδια μπορεί να εξηγούν ορισμένες από τις επιγενετικές αλλαγές, καθώς και τις μεταβολικές και αναπτυξιακές διαφορές που παρατηρούνται σε νεογνά που συλλαμβάνονται μέσω ART, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης.
Ωστόσο, η Kaminen-Ahola τόνισε ότι οι διαφορές στη γονιδιακή δραστηριότητα που εντοπίστηκαν είναι πολύ ήπιες και δεν φαίνεται να έχουν μεγάλες επιπτώσεις στην υγεία της μητέρας ή του εμβρύου. «Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό είναι ότι αυτά τα παιδιά είναι γενικά πολύ υγιή», δήλωσε.
Παρόλο που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο καρδιολογικών ανωμαλιών, πρόωρης γέννησης συνδυαστικά με χαμηλό βάρος γέννησης και των λεγόμενων διαταραχών γονιδιακής αποτύπωσης που εμφανίζονται κατά τη γέννηση και μπορεί να έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις, «οι κίνδυνοι αυτοί είναι πραγματικά μικροί», πρόσθεσε.
«Αυτές οι θεραπείες είναι πραγματικά ασφαλείς». Παρ’ όλα αυτά, τα ευρήματα της Kaminen-Ahola και της ομάδας της προσφέρουν νέες γνώσεις στον τομέα των ART. «Αυτή η μελέτη συμβάλλει στο να κατανοήσουμε πώς οι διαδικασίες εξωσωματικής γονιμοποίησης και η υπογονιμότητα μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία του πλακούντα», δήλωσε η Haberg.
«Αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς η μελέτη παρέχει ενδείξεις για περαιτέρω έρευνα σχετικά με παθήσεις της εγκυμοσύνης που σχετίζονται με τον πλακούντα, όπως η προεκλαμψία, η υπέρταση και η ανάπτυξη του εμβρύου».
Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Έχει καρδιολογικές επιπτώσεις σε μητέρες και παιδιά;
Στο μέλλον, η Kaminen-Ahola και η ομάδα της ελπίζουν να συγκεντρώσουν ακόμη περισσότερα δείγματα πλακούντα και να αποσαφηνίσουν πώς τα συγκεκριμένα γονίδια μπορεί να επηρεάζουν τη γονιμότητα και την ανάπτυξη των εμβρύων.
Πηγές: Live Science, NIH