Θέτουμε απευθείας τον πυρήνα του ερωτήματος για την φαρμακευτική πολιτική. Μπορεί η επόμενη κυβερνητική τετραετία να δώσει διέξοδο στις πολυετείς στρεβλώσεις της φαρμακευτικής πολιτικής στη χώρα;
Και δίνουμε αμέσως το πλαίσιό του. Δεν πρόκειται για ένα θέμα που αφορά κάποιους ασθενείς ή έναν ορισμένο κλάδο της οικονομίας. Είναι εθνική ανάγκη να εγγυηθούμε ότι δεν θα σπάσει ένας αναπόσπαστος κρίκος της αλυσίδας της δημόσιας υγείας, η πρόσβαση στο φάρμακο και ειδικότερα σε καινοτόμες θεραπείες για σοβαρές χρόνιες παθήσεις.
Η δημόσια χρηματοδότηση του φαρμάκου στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 24% στη δεκαετία 2012 με 2021 στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν πλέον λιγότερα φάρμακα και σπάσαμε ένα απόστημα υπερσυνταγογράφησης; Κάθε άλλο.
Στο ίδιο διάστημα, η συνολική δαπάνη για το φάρμακο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, 4,7 δις το 2021 έναντι 4,9 δις το 2012. Ποιος λοιπόν επιβαρύνεται αυτή τη διαφορά; Οι ίδιοι οι ασθενείς – 650 εκατ. το 2021- και οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον καλύπτουν τις ανάγκες για φαρμακευτική κάλυψη μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών με πάνω από ένα στα δύο φάρμακα που αντιστοιχούν σε περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια.
Το τριμερές αυτό σχήμα δούλεψε αποτελεσματικά στη δύσκολη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, καθώς τουλάχιστον εγγυήθηκε την πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες και διατήρησε το σύστημα λειτουργικό. Παράλληλα όμως ο μηχανισμός του clawback συγκάλυψε μία σειρά από παθογένειες του συστήματος υγείας και της φαρμακευτικής πολιτικής που σχετίζονται με τον έλεγχο της δαπάνης, την ψηφιοποίηση και τη χρηματοδότηση βάσει τεκμηριωμένων αναγκών.
Επιπλέον, αποκινητοποίησε διαχρονικά τις κυβερνήσεις να παρέμβουν στο πρόβλημα «σήμερα», όσο η πρόσβαση στο φάρμακο διασφαλίζεται από τις πληρωμές των ασθενών και της φαρμακοβιομηχανίας. Στο μεταξύ, το όριο που έθεσε η πολιτεία στο δημόσιο προϋπολογισμό φαρμάκου έκανε αυτό που ήταν εγγενώς αναπόφευκτο να κάνει, δημιούργησε πληθωριστικές τάσεις στη συνολική φαρμακευτική δαπάνη με αποτέλεσμα στο νοσοκομειακό περιβάλλον, όπου δραστηριοποιείται κυρίως η Bristol Myers Squibb, η υπέρβαση να λαμβάνει πλέον μη βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Σε ποσοτικά δεδομένα, η διαπίστωση αυτή μεταφράζεται σε μία αύξηση των υποχρεωτικών επιστροφών που κατέβαλε η εταιρεία μας κατά 134% μεταξύ 2017 και 2022.
Αυτό σημαίνει με απλά λόγια ότι όσες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μεταθέταμε στην επόμενη ημέρα δεν μπορούν πλέον να περιμένουν. Η ίδια η κυβέρνηση έχει κάνει κάποια πρώτα έμπρακτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης του φαρμάκου σύμφωνα με το ΑΕΠ, η εμπροσθοβαρής εισροή 200 εκατ. από το Ταμείο Ανάκαμψης για το 2023, αλλά και η εκκίνηση φιλόδοξων έργων ψηφιοποίησης συνιστούν μία αναγνώριση ότι η πρόσβαση στο φάρμακο δεν μπορεί να συνεχίσει πλέον με «αυτόματο πιλότο» το clawback των φαρμακευτικών εταιρειών.
Όμως, ταυτόχρονα, διαδοχικά δημοσιονομικά μέτρα ανακατένειμαν μέρος των ήδη ανεπαρκών πόρων από τα καινοτόμα σκευάσματα για σοβαρές χρόνιες παθήσεις στην αγορά των γενοσήμων και των φαρμάκων λιανικής, επιτείνοντας μία επιπλέον στρέβλωση.
Ποιο είναι λοιπόν το κάδρο της τρέχουσας συγκυρίας;
Πρώτον, μία νέα κυβερνητική τετραετία στην Ελλάδα η οποία έχει θέσει την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ ως μία από τις πρώτες προτεραιότητές της.
Δεύτερον, η δέσμευση της χώρας για κατάργηση του clawback μετά το 2025. Τρίτον, οι ζυμώσεις στην Ε.Ε. για τη νέα Ευρωπαϊκή Φαρμακευτική Νομοθεσία οι οποίες εκτιμάται ότι θα ολοκληρωθούν την επόμενη διετία. Για να αξιοποιήσουμε αυτή τη δυναμική, οφείλουμε ως χώρα να απομακρυνθούμε πλέον από αποσπασματικές πολιτικές για το φάρμακο, να χαράξουμε μία εθνική στρατηγική και να επιχειρήσουμε να επηρεάσουμε εποικοδομητικά τις ευρωπαϊκές εξελίξεις που μας αφορούν.
Πώς μπορούμε να μεταβούμε από τις οριζόντιες δημόσιες περικοπές στη νέα εποχή όπου η Πολιτεία θα είναι πραγματικά συνυπεύθυνη για το φάρμακο; Ορισμένες απαντήσεις είναι ήδη γνωστές όμως είτε καθυστερούν να υλοποιηθούν, είτε έχουν εφαρμοστεί μερικώς και αφορούν στην αύξηση της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο, ώστε να αντιστοιχεί στις πραγματικές ανάγκες υγείας του πληθυσμού, οι οποίες όμως θα πρέπει πρώτα να μετρούνται και να τεκμηριώνονται.
Εδώ εντοπίζεται η μοναδική αξία του ψηφιακού μετασχηματισμού του ΕΣΥ. Όμως ορισμένα άλλα εργαλεία έχουν ελάχιστα απασχολήσει το δημόσιο και πολιτικό διάλογο. Πρόκειται για σύγχρονα μοντέλα χρηματοδότησης που εγγυώνται τη βέλτιστη αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων του συστήματος και παράλληλα τη συνυπευθυνότητα των φαρμακευτικών εταιρειών με τρόπο λελογισμένο και κυρίως μετρήσιμο.
Για παράδειγμα, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν την ίδια δυνατότητα να καλύψουν την υγειονομική ή φαρμακευτική περίθαλψη. Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα πιο ισότιμο σύστημα στην Ευρώπη, η Ρουμανία θα πρέπει να πληρώνει λιγότερα για καινοτόμα φάρμακα από τη Σουηδία. Προκειμένου συνεπώς, να ευθυγραμμίσουμε την προσιτότητα και το κατά κεφαλή ΑΕΠ, χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο για την τιμολόγηση με βάση την ισότητα στην Ε.Ε. (equity-based tiered pricing).
Επιπλέον, ορισμένες νέες προηγμένες θεραπείες, όπως οι γονιδιακές και οι κυτταρικές, συνοδεύονται ομολογουμένως από υψηλά αρχικά κόστη τα οποία ενδέχεται να διαταράξουν την επάρκεια της χρηματοδοτικής ροής ορισμένων μονάδων υγείας. Σε αυτή την περίπτωση, μπορούν και πάλι να εφαρμοστούν νέα εργαλεία αποζημίωσης, όπως πληρωμές σε δόσεις ή μοντέλα συνδρομής (over-time payments / subscription models).
Τέλος, τόσο για τα ορφανά φάρμακα, όσο και για άλλες περιπτώσεις καινοτόμων θεραπειών αιχμής, μπορούν να επιλεγούν μοντέλα βάσει έκβασης, όπου το Σύστημα αποζημιώνει ουσιαστικά την προστιθέμενη αξία υγείας που έχει λάβει (outcomes-based payments).
Αν τα παραπάνω -αλλά και επιπλέον εργαλεία που προτείνονται από την επιστημονική κοινότητα, μοιάζουν ακόμη μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, αυτό οφείλεται κυρίως στον εφησυχασμό που προκάλεσαν στην Πολιτεία τα οριζόντια μέτρα που λήφθηκαν και εφαρμόστηκαν την προηγούμενη δεκαετία.
Οφείλουμε όμως πλέον να δώσουμε έμπρακτα ένα νέο ορισμό στη «συνυπευθυνότητα» στη φαρμακευτική δαπάνη της χώρας, που θα ενσωματώνει τα στοιχεία της αξιολόγησης, της ορθολογικής διαχείρισης και, συνεπώς, της βιωσιμότητας. Το οφείλουμε πρώτιστα στους χρόνιους ασθενείς, αλλά, ασφαλώς, και σε κάθε πολίτη.